Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Νίκο Υποφάντη.
Ο κ. Ιωάννης Κωτσιόπουλος από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προετοιμασία και την επιτυχημένη απόκριση του Εθνικού Συστήματος Υγείας στις απαιτήσεις της πανδημίας COVID-19, ενώ συνετέλεσε στην προετοιμασία του γνωστού πια σε όλους προγράμματος ψηφιακού μετασχηματισμού της υγείας (eHealth).
«Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει μία από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Η Πολιτεία καλείται να εξασφαλίσει περισσότερους πόρους και να εξασφαλίσει ότι αυτοί οι πόροι αξιοποιούνται με τον σωστό τρόπο.»
Πώς διαμορφώνεται το τοπίο στη φαρμακευτική αγορά;
Ι.Κ.: Αν κοιτάξει κανείς τη φαρμακευτική αγορά από απόσταση, θα έλεγε ότι μοιάζει με ένα πεδίο που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους: αυτόν που κληροδότησε η κρίση και αυτόν που διαμορφώνεται τώρα, με νέες τεχνολογίες, πιο ώριμους θεσμούς και μια κοινωνία που διεκδικεί μία καλύτερη Υγεία. Όμως αν το δεις από κοντά – μέσα από τις ιστορίες των ασθενών, τις ανησυχίες των γιατρών και τις δυσκολίες των εταιρειών – καταλαβαίνεις ότι η ισορροπία αυτή γίνεται όλο και περισσότερο πιο εύθραυστη.
Για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που ένα κοινό, χαμηλού κόστους φάρμακο μπορεί να καλύπτεται 100% όλο τον χρόνο από τον κρατικό «κορβανά», μια βιολογική θεραπεία για την ψωρίαση καλύπτεται μόλις για 136 ημέρες τον χρόνο, με το υπόλοιπο να πέφτει στις πλάτες της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για έναν ογκολογικό ασθενή με ανοσοθεραπεία που καλύπτεται μόνο για 92 ημέρες. Αυτές οι διαφορές δεν αποτελούν μια τεχνική πρόκληση, αλλά αφορούν πραγματικές ζωές, πραγματικούς ανθρώπους, πρόσωπα και ιστορίες. Είναι η Χριστίνα, 36 ετών, που ζει με ψωρίαση και προσπαθεί να οραματιστεί ένα μέλλον με καλύτερη ποιότητα ζωής χωρίς το άγχος της πρόσβασης στις νέες καινοτόμες θεραπείες που έρχονται.
Και οι ανισορροπίες δεν είναι μόνο στις ημέρες κάλυψης. Αντανακλώνται σε όλα τα επίπεδα του συστήματος, από τη χρηματοδότηση και το clawback μέχρι την πρόσβαση των ασθενών σε νέες, καινοτόμες θεραπείες. Κι όμως, μέσα σε αυτές τις προκλήσεις, υπάρχει και μια παράλληλη πραγματικότητα: μια βιομηχανία που στηρίζει την οικονομία με 3% του ΑΕΠ, περισσότερες από 100.000 θέσεις εργασίας, εξαγωγές άνω των 2,8 δισ. ευρώ, και επενδύσεις που τα τελευταία χρόνια ξεπερνούν τα 246 εκατ. ευρώ μόνο σε κλινικές μελέτες, patient support programs και ενημερωτικές καμπάνιες.
Κι εδώ βρίσκεται η ουσία: το φάρμακο στην Ελλάδα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως δαπάνη. Πέρα από το προφανές ότι είναι επένδυση στο κοινωνικό σύνολο, αποτελεί και ισχυρό μοχλό ανάπτυξης, καινοτομίας, εξωστρέφειας. Συνεπώς, η επένδυση στο φάρμακο είναι μια στρατηγική επιλογή που καλούμαστε να πάρουμε, γνωρίζοντας ότι τα αποτελέσματα των επιλογών μας θα επηρεάσουν τις επόμενες γενιές. Είναι ένα σταυροδρόμι. Και αυτό που θα κρίνει την επόμενη μέρα είναι αν θα μεταβούμε από μια λογική διαχείρισης κρίσης σε μια στρατηγική επένδυσης στην αξία: στην αξία της θεραπείας, της τεχνολογίας, του ανθρώπου. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα της αγοράς σήμερα.
Σε τι σημείο βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα μετά από χρόνια κρίσης και ποιες είναι οι σημαντικές παρεμβάσεις που έχουν ήδη γίνει;
Ι.Κ.: Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε ένα πολύ ιδιαίτερο σημείο. Έχοντας περάσει μια δεκαετία βαθιάς οικονομικής και θεσμικής κρίσης, το σύστημα Υγείας κουβαλά ακόμη τις συνέπειές της: ανεπαρκή χρηματοδότηση, κατακερματισμένους μηχανισμούς, καθυστερήσεις στην πρόσβαση και υποδομές που δεν συμβαδίζουν πάντα με τις ανάγκες της εποχής. Όμως, ταυτόχρονα, βλέπουμε και κάτι άλλο: μια προσπάθεια επανατοποθέτησης. Ένα σύστημα που έχει αρχίσει να αποκτά θεσμούς πιο ώριμους, μια πολιτεία που δείχνει μεγαλύτερη επίγνωση των αναγκών, με την εισαγωγή νέων ψηφιακών εργαλείων στην καθημερινότητα μας και μια κοινωνία που δεν δέχεται πλέον ότι το «λίγο καλύτερα από χθες» είναι αρκετό.
Υπάρχουν κινήσεις από την πλευρά της πολιτείας που δείχνουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει τροχιά. Η ενίσχυση των θεσμών Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (HTA), ο σχεδιασμός για ένα Σχήμα Μεταβατικής Αποζημίωσης (Ταμείο Καινοτομίας) για τις πολύ καινοτόμες θεραπείες που έρχονται, η μεγαλύτερη συζήτηση γύρω από την αξιοποίηση των δεδομένων υγείας και πραγματικού κόσμου (RWE), η πρόθεση για πιο εξελιγμένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και η συστηματικότερη παρακολούθηση των δαπανών αποτελούν τα πρώτα βήματα ενός συστήματος που εγκαταλείπει τη λογική της διαχείρισης ελλείμματος και επιχειρεί να μπει στη λογική της επένδυσης στην αξία.
Παράλληλα όμως η πραγματικότητα παραμένει δύσκολη και αυτό αποτυπώνεται καθαρά στα δεδομένα. Από τις νέες θεραπείες που εγκρίθηκαν ευρωπαϊκά την περίοδο 2020–2023, μόλις το 25% είναι πλήρως διαθέσιμες σήμερα στην Ελλάδα ενώ ένα σημαντικό ποσοστό γύρω στο 55% των νέων φαρμάκων δεν έχουν πάρει έγκριση ενώ 18% διατίθεται υπό περιορισμούς. Πίσω όμως από τους περιορισμούς στην πρόσβαση βρίσκονται ασθενείς που περιμένουν τη θεραπείας τους, είτε γιατροί που ξέρουν τι υπάρχει, αλλά δεν μπορούν να το προσφέρουν ακόμα. Είναι ένα σύστημα που φαίνεται να προσπαθεί, αλλά δεν έχει ακόμη κλείσει την “ψαλίδα” με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Το πραγματικό στοίχημα είναι αν θα αξιοποιήσουμε αυτή τη συγκυρία για να χτίσουμε ένα σύστημα σταθερό, προβλέψιμο και δίκαιο. Ένα σύστημα που δεν ακολουθεί, αλλά εξελίσσεται και συνδιαμορφώνεται παράλληλα με το ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Ποια είναι τα βασικά εμπόδια που παραμένουν και δημιουργούν στον κλάδο ανισορροπία;
Ι.Κ.: Σήμερα, η αγορά φαρμάκου αντιμετωπίζει προκλήσεις που δεν είναι πια περιστασιακές ή συγκυριακές. Είναι βαθιά δομικές και επηρεάζουν την καρδιά του συστήματος. Το clawback αποτελεί πλέον το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του προβλήματος: με ποσοστά που φτάνουν το 75,5% στα νοσοκομειακά φάρμακα και το 63% στον ΕΟΠΥΥ, η Ελλάδα βρίσκεται σε επίπεδα χωρίς ευρωπαϊκό προηγούμενο. Η αύξηση που σημειώθηκε την τελευταία πενταετία, της τάξης του 35% έως 53%, αποδεικνύει ότι η επιβάρυνση αυτή δεν είναι μηχανισμός εξορθολογισμού, αλλά παράγοντας αποσταθεροποίησης.
Την ίδια στιγμή, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει σχετικά στάσιμη εδώ και χρόνια και σαφώς χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, από -12% έως -46% ανάλογα με τη σύγκριση. Και ενώ οι ανάγκες των πολιτών αυξάνονται – με τη χώρα να είναι μία από τις πιο γηρασμένες της Ευρώπης και περίπου ένας στους τέσσερις πολίτες να ζει με χρόνιο νόσημα – το σύστημα χρηματοδοτείται σαν να βρίσκεται ακόμη στην περίοδο της κρίσης. Στο επίπεδο πρόσβασης, οι καθυστερήσεις παραμένουν σημαντικές. Οι διαδρομές από την ευρωπαϊκή έγκριση μέχρι την αποζημίωση συχνά φτάνουν σε βάθη χρόνου που δεν συμβαδίζουν με τις ανάγκες των ασθενών.
Η πτώση της κλινικής έρευνας είναι μια ακόμη ένδειξη μιας αγοράς που δυσκολεύεται να παραμείνει ανταγωνιστική. Ενώ ο αριθμός των κλινικών μελετών αυξανόταν μέχρι το 2023, η απόσυρση των οικονομικών κινήτρων για κλινικές μελέτες σε συνδυασμό με τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό, μας στερεί ως χώρα τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε αυτήν τη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων. Σε μια Ευρώπη που επενδύει 47 δισ. ευρώ ετησίως σε R&D, η Ελλάδα προσελκύει μόλις 100 εκατομμύρια, όταν θα μπορούσε να φτάνει τα 500–700 εκατομμύρια με σωστές πολιτικές.
Οι προκλήσεις αυτές δεν περιγράφουν μια δύσκολη χρονιά· περιγράφουν μια δύσκολη πραγματικότητα. Και η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει με λογική crisis management Χρειάζεται μακροπρόθεσμο σχέδιο, ρεαλισμό και ευθυγράμμιση πολιτικών και χρηματοδότησης.
Τι χρειάζεται για να υπάρξει πραγματική σταθερότητα στο σύστημα;
Ι.Κ.: Αν υπάρχει μια λέξη που λείπει από το ελληνικό σύστημα Υγείας, αυτή είναι η προβλεψιμότητα. Και δεν αφορά μόνο τις εταιρείες· αφορά πρώτα τους ασθενείς. Γιατί ένας ασθενής δεν μπορεί να «προβλέψει» αν θα εγκριθεί μια θεραπεία. Ένας γιατρός δε μπορεί να «προβλέψει» πόσο θα καθυστερήσει μια εισαγωγή ενός φαρμάκου μέσω ΙΦΕΤ. Και δυστυχώς ακόμα και σήμερα η πολιτεία δεν μπορεί να «προβλέψει» τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Η σταθερότητα δεν είναι ευσεβής πόθος∙ είναι αποτέλεσμα ενός πλέγματος μεταρρυθμίσεων που λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και προκύπτει μέσα από μια συνεκτική στρατηγική.
Γι’ αυτό το λόγο το PIF έχει επιμείνει πολύ στην διαμόρφωση μιας πολυετούς, δεσμευτικής συμφωνίας κράτους-φαρμακοβιομηχανίας που θα είχε ως στόχο τη σταδιακή αποκλιμάκωση του clawback, ώστε η χώρα να εναρμονισθεί με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες στα ζητήματα φαρμακευτικής πολιτικής. Η σημερινή φαρμακευτική πολιτική που βασίζεται σε μια λογική πολλαπλών καναλιών και ταχυτήτων, με διαφορετικές επιβαρύνσεις ανά κανάλι και επιλεκτικές προστασίες, θα οδηγήσει κατά τη γνώμη μου σε περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιχειρεί να λύσει, καθώς αυξάνεται τόσο η πολυπλοκότητα όσο και η αβεβαιότητα για το ύψος των επιστροφών στο σύνολο της αγοράς.
Παρεμβάσεις όπως η θέσπιση ενός ενιαίου προϋπολογισμού, η δημιουργία ενός σύγχρονου και τεχνοκρατικού φορέα αξιολόγησης HTA, η ενίσχυση της επιτροπής διαπραγμάτευσης με εξελιγμένες τεχνολογικές υποδομές για την αξιοποίηση και την παρακολούθηση των δεδομένων, είναι κάποιες βασικές κινήσεις για την εγκαθίδρυση μιας σταθερότητας στο σύστημα υγείας. Η σταθερότητα δεν είναι τεχνικός στόχος. Είναι μια συνθήκη που επιτρέπει στο σύστημα να λειτουργεί με συνέπεια και στους πολίτες να νιώθουν ασφαλείς. Και για να επιτευχθεί, χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια όλων: Πολιτείας, βιομηχανίας, γιατρών και ασθενών.
Μπορεί να προχωρήσει η Ελλάδα στον κλάδο της Υγείας;
Ι.Κ.: Η απάντηση είναι ναι – και μάλιστα όχι ως έκφραση αισιοδοξίας, αλλά ως συμπέρασμα από τα δεδομένα.
Σήμερα, η χώρα εξακολουθεί να επενδύει λιγότερα για την υγεία ανά κάτοικο και ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τόσο στη συνολική δαπάνη όσο και στη δημόσια χρηματοδότηση, ενώ υστερεί σημαντικά στον τομέα των μεταρρυθμίσεων με τα γνωστά αποτελέσματα των υπερβολικών επιστροφών προς το κράτος.
Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη επενδύονται πάνω από 44 δισ. ευρώ ετησίως σε έρευνα και ανάπτυξη στον φαρμακευτικό τομέα, ενώ η Ελλάδα απορροφά λιγότερα από 100 εκατ. ευρώ – όταν γνωρίζουμε ότι αν φτάναμε έστω στο 1,5% αυτής της πίτας καθώς διαθέτουμε εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό, γιατρούς και ερευνητές που διαπρέπουν διεθνώς, θα μιλούσαμε για 500 εκατ. επενδύσεις σε κλινικές μελέτες, 1 δισ. αύξηση ΑΕΠ και δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ξεκάθαρα το κενό, αλλά ταυτόχρονα και το μέγεθος της ευκαιρίας.
Από την άλλη πλευρά, δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Μέσα από το Greece 2.0 και το Ταμείο Ανάκαμψης, έχουν δρομολογηθεί σημαντικές επενδύσεις σε ψηφιακό μετασχηματισμό της υγείας, υποδομές και R&D, που μπορούν να αλλάξουν τον χάρτη αν υλοποιηθούν με συνέπεια και διαφάνεια.
Από την εμπειρία μου – τόσο στην πανδημία, όπου είδαμε τι μπορεί να πετύχει το ΕΣΥ όταν κινητοποιείται συλλογικά, όσο και σήμερα από τη θέση μου στο PIF – είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος. Όχι γιατί υποτιμώ τις δυσκολίες, αλλά γιατί βλέπω τρία στοιχεία που, αν τα υπηρετήσουμε με συνέπεια, μπορούν να αλλάξουν την πορεία:
- Να αντιμετωπίσουμε την υγεία ως επένδυση, όχι ως κόστος. Όταν επενδύουμε σε έγκαιρη πρόσβαση, πρόληψη, καινοτόμες θεραπείες και κλινική έρευνα, δεν «χαλάμε» πόρους – τους μετατρέπουμε σε καλύτερη ποιότητα ζωής, παραγωγικότητα και κοινωνική συνοχή.
- Να χτίσουμε ένα σύστημα προβλέψιμο και δίκαιο. Με σταθερούς κανόνες, πολυετή στρατηγική και θεσμούς που δεν αλλάζουν με τον εκλογικό κύκλο. Οι ασθενείς, οι γιατροί και οι εταιρείες δεν μπορούν να λειτουργούν σε μόνιμη αβεβαιότητα.
- Να βάλουμε στο κέντρο τον άνθρωπο, όχι τον δείκτη. Κάθε απόφαση για προϋπολογισμούς, μηχανισμούς επιστροφών ή αποζημίωσης δεν είναι τεχνική άσκηση – είναι απόφαση για το αν ένας ασθενής με ψωρίαση ή ο ασθενής με καρκίνο θα έχει έγκαιρα τη θεραπεία που χρειάζεται, αν ο γιατρός θα μπορεί να αξιοποιήσει τη γνώση του, αν η οικογένεια θα νιώθει ότι το σύστημα είναι δίπλα της.
Το ερώτημα δεν είναι αν η Ελλάδα μπορεί, αλλά αν θα επιλέξουμε να οργανώσουμε τις πολιτικές, τους πόρους και τις συμμαχίες μας γύρω από έναν κοινό στόχο: ένα σύστημα υγείας που θα μετρά την επιτυχία του στη ζωή των ανθρώπων – όχι μόνο στα λογιστικά φύλλα.


