Στην “Ημερίδα Ιατρικών Ειδικοτήτων” που διοργάνωσε πρόσφατα ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τον Σύλλογο Φοιτητών Ιατρικής ΑΠΘ, το ενδιαφέρον των μελλοντικών γιατρών ήταν ελάχιστο για την ειδικότητα της Παθολογίας. Ακόμη και το κίνητρο των 40.000 ευρώ που θέσπισε το Υπουργείο Υγείας για όσους επιλέξουν να εκπαιδευτούν στις ειδικότητες της Εσωτερικής Παθολογίας και της Γενικής Οικογενειακής Ιατρικής δεν ήταν αρκετό για να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον, στον επιθυμητό βαθμό.
Την ίδια ώρα, οι Παθολογικές Κλινικές σε νοσοκομεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων αστικών κέντρων ξεχειλίζουν, με πληρότητες που φτάνουν και το 400% όπως κατήγγειλε την Πέμπτη η ΕΙΝΑΠ, ενώ αντίστοιχες κλινικές σε περιφερειακά νοσοκομεία βρίσκονται σε καθεστώς οριακής λειτουργίας, λόγω υποστελέχωσης, καλύπτοντας τις εφημερίες με μετακινούμενους παθολόγους από άλλες περιοχές.
Ο ομότιμος καθηγητής Παθολογίας – Ρευματολογίας στο ΑΠΘ, Αλέξανδρος – Αναστάσιος Γαρύφαλλος, και ο γενικός γραμματέας της Επαγγελματικής Ένωσης Παθολόγων Ελλάδας (ΕΕΠΕ), Αντώνης Αντωνιάδης, αναφέρονται στο σήμερα και το αύριο μιας ειδικότητας – στυλοβάτη της μη χειρουργικής ιατρικής, ενώ εξηγούν τους λόγους που οι νέοι γιατροί της γυρίζουν την πλάτη.

Ο ιδιώτης παθολόγος ως – “συνταγογράφος”
“Οι νέοι γιατροί δεν θέλουν να γίνουν παθολόγοι γιατί ξέρουν ότι θα δουλεύουν πάρα πολλές ώρες, θα κάνουν τη δουλειά και άλλων ειδικοτήτων, δεν θα πληρώνονται καλά και δεν θα έχουν την εκτίμηση που έχουν οι άλλες ειδικότητες”, λέει ο κ. Αντωνιάδης (φωτογραφία).
Στον ιδιωτικό τομέα, αναφέρει, ο παθολόγος τείνει να μετατραπεί σε έναν απλό συνταγογράφο. “Ο κόσμος δεν έχει τη νοοτροπία ότι θα εμπιστευτεί έναν γιατρό, αλλά έναν γραμματέα –με όλο τον σεβασμό στους γραμματείς- ο οποίος θα του γράψει τις εξετάσεις που θα του παραγγείλει ο ασθενής, το κράτος, ο φαρμακοποιός, ο διαιτολόγος, οποιοσδήποτε θα του πει ‘πήγαινε στον παθολόγο σου να τα γράψεις’”.
Νοσοκομείο: σε κατάσταση burnout
Στο δημόσιο σύστημα Υγείας η κατάσταση είναι χειρότερη, καθώς από τα “χέρια” του παθολόγου θα περάσει σχεδόν το σύνολο των περιστατικών που θα επισκεφθεί τα Επείγοντα του νοσοκομείου σε μέρα γενικής εφημερίας. Οι γιατροί της ειδικότητας λιγοστεύουν λόγω συνταξιοδοτήσεων ή και παραιτήσεων, οι θέσεις τους μένουν κενές παρά τις προκηρύξεις, με αποτέλεσμα την υπερεργασία.
“Γιατί κάποιος να μπει στο ΕΣΥ, να δουλεύει νυχθημερόν και να μη βλέπει ποτέ την οικογένειά του, υπό αυτές τις συνθήκες και με αμειβόμενη την εφημερία 2,5 ευρώ την ώρα μη συντάξιμη; Ποιο επάγγελμα δουλεύει με 2,5 ευρώ υπερωρία;”, διερωτάται ο γ.γ. της ΕΕΠΕ.
Οι συνθήκες υποστελέχωσης προκαλούν και μια σειρά από παράλληλες συνέπειες, όπως οι μετακινήσεις γιατρών με «εντέλλεσθε» από άλλες περιοχές για την κάλυψη κενών, αλλά και η μη επαρκής εκπαίδευση των ειδικευόμενων. “Ένας νέος γιατρός που θέλει να γίνει παθολόγος, πρέπει να εκπαιδευτεί πέντε χρόνια. Δεν θα εκπαιδευτεί, τη λάντζα θα κάνει. Θα κουβαλάει ασθενείς, θα μιλάει σε συγγενείς και θα πηγαίνει τα χαρτιά πέρα δώθε”, σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Αντωνιάδης, υποστηρίζοντας πως το οικονομικό κίνητρο των 40.000 ευρώ δεν μπορεί να κάνει την αλλαγή, καθώς μεταφράζεται σε ένα μηνιαίο επίδομα των 200-300 ευρώ μετά τη φορολόγηση.
Κατά τον ίδιο, η αντιμετώπιση περνά μέσα από την δημιουργία μιας αξιόπιστης και καλά στελεχωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. “Ακούς τον υπουργό να λέει ότι ο ασθενής στα Επείγοντα θα φοράει το βραχιολάκι και μέχρι να έρθει η ώρα θα πηγαίνει να πάρει έναν καφέ. Αυτά είναι αστεία. Ο ασθενής που θα πάρει καφέ ενώ περιμένει, δεν θα έπρεπε να είναι στα Επείγοντα ενός τριτοβάθμιου νοσοκομείου. Θα έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί σε ένα Κέντρο Υγείας, στελεχωμένο με παθολόγους και γενικούς γιατρούς”, καταλήγει.

Η κατάτμηση της Παθολογίας και άλλες αιτίες
Σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Γαρύφαλλο (φωτογραφία), τα προβλήματα της Παθολογίας άρχισαν να οξύνονται με την κατάτμηση της ειδικότητας και την μετατροπή υποειδικοτήτων της σε κύριες ειδικότητες. “Π.χ., για να γίνει σήμερα κάποιος γαστρεντερολόγος πρέπει να κάνει 2 χρόνια την ειδικότητα της Παθολογίας, για τα οποία δεν αξιολογείται, και να μεταπηδήσει μετά στην υποειδικότητα. Αποτέλεσμα είναι οι υποειδικότητες όλες της Παθολογίας να πάσχουν από μια καλή γενική θεώρηση της Παθολογίας”, αναφέρει, προσθέτοντας: “πολλές φορές για λόγους ταχύτητας γίνεται η εκπαίδευση σε περιφερειακές δομές, με ποιότητα διαφορετική από αυτή των μεγάλων νοσοκομείων στα αστικά κέντρα. Όσο ήμουν στο ΚΕΣΥ είχε γίνει μια προσπάθεια αναμόρφωσης των ειδικοτήτων, η οποία για πολλούς και διάφορους λόγους έμεινε στη μέση και δεν εφαρμόζεται”.
Κατά τον ίδιο, η ειδικότητα δεν είναι ελκυστική σήμερα κυρίως στη νοσοκομειακή παθολογία, λόγω των εξοντωτικών εφημεριών, των συνεχών “εντέλλεσθε”, της σύγχυσης μεταξύ παθολογίας και γενικής ιατρικής και της απουσίας πρωτοβάθμιας.
“Σε αυτό το κράτος δεν έχουμε καταλάβει ποτέ την αξία της πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας. Δεν θέλουμε να κάνουμε πρωτοβάθμια”, επισημαίνει και συμπληρώνει: “Δεν θέλει το κράτος, δεν θέλουν και πολλοί ιδιώτες, γιατί ουσιαστικά η Παθολογία που ασκείται σήμερα στον ιδιωτικό χώρο είναι πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας. Όπως είναι εξάλλου και στις εφημερίες στην Παθολογική. Κάνουν πρωτοβάθμια, γιατί δεν υπάρχει το φίλτρο που θα αναστείλει το απλό περιστατικό – μια απλή γρίπη, έναν απλό βήχα, μια απλή ιγμορίτιδα – και πάει στο τριτοβάθμιο νοσοκομείο για να εξυπηρετηθεί σε μέρα γενικής εφημερίας”.
Ο καθηγητής θεωρεί πως με εξαίρεση την ικανοποίηση του γιατρού που έκανε ορθή διάγνωση και θεράπευσε τον ασθενή ή τον κατηύθυνε σωστά, δεν υπάρχει πλέον τίποτα άλλο ελκυστικό στην ειδικότητα της Παθολογίας. “Πρέπει η ειδικότητα να ανακτήσει την αξιοπιστία της, γιατί χωρίς παθολογία δεν γίνεται ιατρική. Είναι η βάση της μη χειρουργικής ιατρικής, με σημαντική συνεπικουρία βέβαια της πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας. Αλλιώς κάνουμε μπαλώματα, μεταφέρουμε γιατρούς, δίνουμε επιδόματα και bonus για να προσελκύσουμε γιατρούς, αλλά πάλι δεν προσελκύουμε”, καταλήγει.
Πηγή: iatronet.gr, Bασίλης Ιγνατιάδης