Προβληματισμός επικρατεί στην αγορά φαρμάκου, αλλά και στην ίδια την κυβέρνηση, για την αποτυχία των διαρθρωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα, με στόχο τη συμπίεση προς τα κάτω, της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης.
Η φρενήρης αύξησή της, που έχει εκτινάξει τις αυτόματες εκπτώσεις και επιστροφές (rebate και clawback) στο 1,4 δισ. ευρώ (!) -ποσό το οποίο στο τέλος του έτους αναμένεται να επιβαρύνει τα ταμεία των φαρμακευτικών εταιρειών- έχει θορυβήσει τους επιτελείς των ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων, καθώς, όπως υποστηρίζουν, κρίνεται πλέον σοβαρά η βιωσιμότητα του κλάδου.
Η υπέρβαση στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ που σημειώθηκε κατά το 2018 – “σπασμένα” που θα κληθεί να πληρώσει το σύνολο της φαρμακοβιομηχανίας – υπολογίζεται σε 200 εκατ. ευρώ, ενώ πέρυσι, με τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής, οι φαρμακοβιομηχανίες πλήρωσαν μικρότερο ποσό, δηλαδή 1,2 δις.
Συγκεκριμένα, το εξωνοσοκομειακό clawback -δηλαδή το ποσό που υποχρεούνται να επιστρέψουν οι εταιρείες στον ΕΟΠΥΥ- φέτος θα κυμανθεί (κατά ασφαλείς εκτιμήσεις) στα 630 εκατ. ευρώ, έναντι 478 εκατ. ευρώ πέρυσι, ενώ η επιστροφή για τα νοσοκομειακά φάρμακα, φέτος αναμένεται να κινηθεί στα 350 εκατ. ευρώ, έναντι 320 εκατ. ευρώ πέρυσι.
Αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων στον τομέα των δαπανών για τα φάρμακα, παρά τις πολυδιαφημισμένες -από κυβέρνηση και Υπουργείο Υγείας- μεθόδους περιστολής της υπερσυνταγογράφησης, εκφράζουν παράγοντες της αγοράς.
Καθώς φαίνεται ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί (π.χ. κλειστά θεραπευτικά πρωτόκολλα, “κόφτες” και φίλτρα μέσω του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης), δεν κατάφεραν να κλείσουν τη μαύρη τρύπα του συστήματος, η οποία εξακολουθεί να μεγαλώνει και να “μπάζει” από παντού.
Από την άλλη μεριά, σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας έχει αποδειχθεί και η δαπάνη για τα νέα φάρμακα, τα οποία πρωτο-εισάγονται στην αγορά με ιδιαίτερα υψηλή τιμή.
Αδιέξοδα και προτεινόμενες λύσεις
Τόσο ο ΣΦΕΕ (Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος), όσο και η ΠΕΦ (Πανελλήνια ‘Ενωση Φαρμακοβιομηχανίας) έχουν επανειλημμένα τονίσει το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί τους ασθενείς, την αγορά και το ίδιο το δημοσιονομικό σύστημα, η τραγικά περιορισμένη φαρμακευτική δαπάνη κι έχουν επισημάνει την αναγκαιότητα της θεσμοθέτησης της αύξησής της, ώστε η “ζημιά” να πάψει να μετακυλίεται στις εταιρείες, μέσω rebate και clawback.
Να σημειωθεί εδώ, ότι από το 2009 και μέχρι σήμερα, η φαρμακευτική δαπάνη έχει μειωθεί κατά 62%, ενώ ο κλειστός προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για τα φάρμακα, ξεπερνά ελάχιστα το 1,9 δισ. ευρώ.
Τα παραπάνω προβλήματα συζητήθηκαν διεξοδικά, κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνεδρίασης της Επιτροπής Παρακολούθησης της Φαρμακευτικής Δαπάνης, η οποία έγινε με τη συμμετοχή φορέων του φαρμάκου και εκπροσώπων του Υπουργείου Υγείας.
Μεταξύ άλλων, προτάθηκε η λύση της αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης κατά 50 εκατ. ευρώ για το 2019, υπόσχεση την οποία η φαρμακοβιομηχανία αντιμετωπίζει με δυσπιστία, αλλά και η διεύρυνση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων στο Σύστημα Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης.
Από την πλευρά του Υπουργείου Υγείας, πάντως, προτάθηκε η εφαρμογή κλειστών προϋπολογισμών και ανά θεραπευτική κατηγορία, κάτι που, όμως, εκτιμάται, ότι θα αργήσει σημαντικά να δώσει αποτελέσματα.
Σύμφωνα με πηγή της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας «θα πρέπει να γίνουν προσπάθειες συγκράτησης του κόστους, ωστόσο εμείς ως φαρμακοβιομηχανίες θέλουμε να συζητάμε για μέτρα που έχουν αναπτυξιακό αποτύπωμα».
Επιπλέον, στο πλαίσιο της σύσκεψης της Επιτροπής συζητήθηκε, βάσει πληροφοριών, το ενδεχόμενο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση για την ανατιμολόγηση των φαρμάκων.
Πιο συγκεκριμένα, τα φάρμακα πλέον ανατιμολογούνται δύο φορές τον χρόνο, ενώ υπάρχουν σκέψεις η ανατιμολόγηση να γίνεται μόνο μία φορά.
«Αυτό για εμάς είναι καλό νέο, διότι σε κάθε ανατιμολόγηση οι τιμές των φαρμάκων μειώνονται δραματικά, σε σημείο που πολλά από αυτά αποσύρονται από την αγορά», αναφέρει πηγή της αγοράς.
Ο ίδιος μάλιστα προσθέτει ότι η διαρκής υποχώρηση των τιμών των φαρμάκων, σε συνδυασμό με το rebate και το clawback, εγείρει θέμα βιωσιμότητας των φαρμακευτικών εταιρειών.
Υπενθυμίζεται ότι το διάστημα 2009-2017, οι τιμές των γενοσήμων υποχώρησαν μεσοσταθμικά κατά 69%, των on patent κατά 22,5% και των off patent κατά 30,5%.
Επίσης, η διείσδυση των γενοσήμων στην αγορά παραμένει ακόμη υποτονική και διαμορφώνεται περίπου στο 23%-24% αντί για περίπου 40% που είναι ο μνημονιακός στόχος.