Ενώ η αντοχή στα αντιβιοτικά οδηγεί σε περίπου 1,27 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως κάθε χρόνο και θα μπορούσε να προκαλέσει περισσότερους από δέκα εκατομμύρια ετησίως, επιπλέον μέχρι το 2050, οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών, μοιάζουν να είναι ανεπαρκείς. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Είναι γεγονός πως η έρευνα για νέα, καινοτόμα αντιβιοτικά έχει μείνει πίσω. Στην τελευταία έκθεσή της (κυκλοφόρησε το 2021), η ομάδα που ασχολείται με τις αντιβακτηριακές αγωγές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), εντόπισε 45 νέα αντιβιοτικά σε κλινική ανάπτυξη βασισμένα σε παραδοσιακά μόρια με άμεση δράση και 32 μη παραδοσιακά βακτηριοφάγα ή μονοκλωνικά αντισώματα.
Από αυτούς τους 77 παράγοντες υπό ανάπτυξη, μόνο 27 στοχευμένα παθογόνα βακτήρια Eskape (Enterococcus faecium, Staphylococcus aureus, Klebsiella pneumoniae, Acinetobacter baumannii, Pseudomonas aeruginosa και είδη Enterobacter), θεωρούνται προτεραιότητες από τον ΠΟΥ.
Όσον αφορά την προκλινική ανάπτυξη, η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή, καθώς ο ΠΟΥ μετρά μόλις 203 ερευνητικά προγράμματα υπό ανάπτυξη, σε σύγκριση με περισσότερα από 3.000 για τον καρκίνο. Δεδομένου αυτού, η πρόβλεψη των ειδικών είναι ξεκάθαρη: Μπορούμε ήδη να θεωρήσουμε πως δεν υπάρχουν αρκετά προϊόντα υπό ανάπτυξη, ώστε να ελπίζουμε στην ύπαρξη νέων αντιβιοτικών για περισσότερα παθογόνα, τα επόμενα δέκα χρόνια.
Επίμονη απογοήτευση
Διάφοροι παράγοντες οφείλονται γι’ αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος πάνω στην έρευνα και αναζήτηση νέων αντιβιοτικών. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το πρώτο εμπόδιο είναι επιστημονικής φύσεως. Σήμερα, δεν μπορούν πλέον να βρεθούν νέα μόρια, με ιδιότητες ουσιαστικά διαφορετικές από αυτές που ήδη γνωρίζουμε. Οι ερευνητές έρχονται επίσης αντιμέτωποι με μηχανισμούς αντίστασης που δυσκολεύονται να αποκρυπτογραφήσουν.
Η ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών, αποτελεσματικών έναντι των παθογόνων Eskape, αποδεικνύεται επίσης πολύ περίπλοκη. Η παρατήρηση αυτή, αφορά ιδιαίτερα τα Gram- αρνητικά βακτήρια. Ακόμη, πολλά ερευνητικά προγράμματα έχουν ματαιωθεί λόγω εκδήλωσης προβλημάτων νεφρικής τοξικότητας των νέων θεραπειών.
Στις παραπάνω δυσκολίες επιστημονικής φύσεως, προστίθεται και ένα «ανθρώπινο φρένο», αυτό της έλλειψης εξειδικευμένων ερευνητών. Όταν οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες είχαν ενεργό ρόλο στην έρευνα υπήρχε συγκέντρωση όλων των απαραίτητων ειδικοτήτων όπως: μικροβιολόγοι, χημικοί και ειδικοί φαρμακοποιοί. Μετά την αποχώρησή τους, η έρευνα έμεινε σε ακαδημαϊκό επίπεδο, χωρίς τους ίδιους πόρους.
Η ερευνητική εργασία είναι επομένως αρκετά μακροχρόνια και με λιγότερους πόρους. Ως εκ τούτου, σήμερα, οι νεαροί ερευνητές προτιμούν να ασχοληθούν με την ογκολογία ή τις σπάνιες παθήσεις, όπου η χρηματοδότηση είναι πολύ πιο εύκολη.
Ένα άλλο εμπόδιο αφορά τη διεξαγωγή των κλινικών μελετών. Όταν ξεκινάει μια κλινική μελέτη για ένα νέο αντιβιοτικό που στοχεύει σε ανθεκτικά βακτήρια, δεν μπορεί να υπάρξει ομάδα εθελοντών που θα λάβει εικονικό φάρμακο, καθώς είναι αδιανόητο να μην θεραπευτούν ασθενείς που πάσχουν από βακτηριακή λοίμωξη.
Επομένως, οι νέες θεραπείες συγκρίνονται με τα υπάρχοντα αντιβιοτικά φάρμακα, τα οποία συχνά είναι αποτελεσματικά. Ως αποτέλεσμα, η ερευνητική εργασία οδηγεί γενικά σε συμπεράσματα των οποίων η εκτίμηση είναι πολύπλοκη…
Το τελευταίο εμπόδιο και ίσως το πιο σημαντικό, είναι το οικονομικό. Τα νέα αντιβιοτικά έρχονται αντιμέτωπα με μια άλυτη εξίσωση. Μόλις κυκλοφορήσουν στην αγορά, γενικά συνταγογραφούνται ελάχιστα από τους γιατρούς οι οποίοι διστάζουν να τα χορηγήσουν, αφενός προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος να δούμε μια νέα αντίσταση να αναδύεται γρήγορα, αλλά και για οικονομικούς λόγους.
Οι νέες αυτές θεραπείες γενικά κοστίζουν πολύ περισσότερο από τα υπάρχοντα αντιβιοτικά. Προσθέστε σε αυτό το γεγονός ότι, από τη φύση τους, τα αντιβιοτικά συνταγογραφούνται μόνο σε μία οξεία παθολογία και για τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, οπότε κρίνεται σχεδόν αδύνατη και η απόδοση της επένδυσης.
Μόνο 7 από τα 12 Εργαστήρια βιοτεχνολογίας κατάφεραν να λάβουν άδεια κυκλοφορίας για ένα νέο αντιβιοτικό. Όλα έχουν χρεοκοπήσει ή έχουν αγοραστεί από εργαστήρια γενοσήμων!
Οικονομικά κίνητρα
Για να τονωθεί η καινοτομία και να βρεθεί ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο, εξετάζονται διαφορετικές προσεγγίσεις. Η Αγγλία, για παράδειγμα, εφάρμοσε το 2020 ένα μοντέλο χορήγησης αντιβιοτικών που διαχωρίζει την αποτίμησή τους από την παραδοσιακή εξίσωση «όγκοι πωλήσεων x τιμή πώλησης».
Το National Institute for Health and Care Excellence, καταβάλλει μια σταθερή τιμή κάθε χρόνο στη φαρμακευτική βιομηχανία που επωφελείται έτσι από την καλύτερη οικονομική ανταμοιβή, ενώ το κράτος είναι εξασφαλισμένο ότι έχει πρόσβαση στα φάρμακα. Από την έναρξη αυτού του πειράματος, δύο νέα αντιβιοτικά έχουν χρηματοδοτηθεί: το ceftazidime-avibactam από την Pfizer (Zavicefta) και το cefiderocol από τη Shionogi (Fetcroja).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να κάνουν σύντομα το βήμα με την εφαρμογή του νόμου PasteurAct*. Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο σχέδιό της για τη μεταρρύθμιση των φαρμακευτικών κανονισμών που δημοσιεύθηκε στις 26 Απριλίου’ 23, συνιστά τη μακροπρόθεσμη καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος σε εθνικό επίπεδο. Βραχυπρόθεσμα, προτιμά ένα άλλο σύστημα ανταμοιβής, αυτό τωνvouchers.
Χάρη σε ένα σύστημα μεταβιβάσιμων αποκλειστικών τίτλων, μία βιομηχανία θα λάμβανε για την ανάπτυξη ενός νέου αντιβιοτικού, μια επέκταση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε ένα πιο κερδοφόρο της φάρμακο, για το οποίο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πρόκειται να λήξει σύντομα.
Δικαιώματα που θα μπορούσε επίσης να πουλήσει σε άλλη εταιρεία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το μοντέλο απορρίπτεται από τα μισά κράτη μέλη, που το θεωρούν υπερβολικά ακριβό, γνωρίζοντας ότι η άφιξη των γενόσημων αντιβιοτικών φαρμάκων θα καθυστερούσε.
Αν θέλουμε να στηρίξουμε την καινοτομία στα αντιβιοτικά, είναι απαραίτητο να τονωθεί η βιομηχανία και οι επενδυτές με οικονομικά κίνητρα. Η πολιτική συνείδηση φαίνεται σε κάθε περίπτωση πραγματική, ενώ ο Καναδάς και η Ιαπωνία ετοιμάζονται επίσης να κινηθούν. Προς το παρόν, εκτός από την Αγγλία και τη Σουηδία, δεν έχει ανακοινωθεί επίσημη απόφαση, ενώ υπάρχει έκτακτη ανάγκη.
Πηγή: LE MONITEUR DES PHARMACIES n° 3467 du 27/05/2023