Η ανάπτυξη της αγοράς των γενοσήμων φαρμάκων στην Ελλάδα παρουσιάζει μια καθυστέρηση συγκριτικά με αυτή των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών.
Για ποιό λόγο υπάρχει όμως αυτή η διαφορά;
Με ποιούς τρόπους έχουν καταφέρει οι Ευρωπαίοι γείτονες μας ν’ αναπτύξουν τη χρήση των γενοσήμων;
Η επιφυλακτικότητα των Ελλήνων ασθενών και των Ιατρών όσον αφορά το γενόσημο φάρμακο δεν αποτελεί τη μόνη εξήγηση για την αδυναμία ανάπτυξης της αγοράς του γενοσήμου στην Ελλάδα.
Πρόκειται περισσότερο για τα αποτελέσματα της πολιτικής που διεξάγεται μέχρι τώρα από τους Δημόσιους Φορείς.
Όσο για την έλλειψη αξιοπιστίας από τους ενδιαφερόμενους παράγοντες, ιατρούς και ασθενείς, αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι εξ’ αρχής δεν ήταν θετικά προσκείμενοι με την πολιτική του γενοσήμου.
Και οι μεν γιατροί δυσκολεύονται να αλλάξουν τις συνήθειες συνταγογραφίας τους, ενώ οι ασθενείς, παρά τη χαμηλότερη συμμετοχή που πληρώνουν στο γενόσημο προτιμούν αυτό που τους έχει γράψει ο γιατρός, ενώ εκφράζονται πιο σίγουροι για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του πρωτότυπου φάρμακου.
Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η αγορά του γενοσήμου βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την ελληνική. Αυτό λοιπόν, είναι ένα παράδειγμα ότι η επιτυχία μιας πολιτικής για τα γενόσημα φάρμακα βασίζεται στη δέσμευση και στην υπευθυνότητα των ιατρών (συνταγογράφοι), στην αποδοχή των ασθενών (δέκτες) και στον ενεργό αγώνα των Φαρμακοποιών (διανομείς).
Ουσιαστικά, η ανάπτυξη των γενοσήμων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες βασίζεται στην πρωτοβουλία των ιατρών να τα συνταγογραφούν.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Eurostaf το 2010 για τη Διεύθυνση της Κοινωνικής Ασφάλειας ανάμεσα σε πέντε χώρες (Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Αγγλία και Σουηδία), μόνο η Δανία και η Σουηδία έχουν αναπτύξει πάρα πολύ τα γενόσημα φάρμακα.
Οι χώρες αυτές διαθέτουν λογισμικό ηλεκτρονικής συνταγογράφησης που μπορεί να ιεραρχεί τις συνταγές ανάλογα με κριτήρια ιατρο-οικονομικά.
Παράλληλα υπάρχουν και στόχοι συνταγογραφικής δαπάνης για τον κάθε ιατρό καθορισμένης ειδικότητας, με σκοπό να ελέγχουν καλύτερα τη φαρμακευτική δαπάνη που αν την ξεπεράσει είναι υπεύθυνος να λογοδοτήσει.
Όσο ουσιαστικός και απαραίτητος είναι ο ρόλος των ιατρών – συνταγογράφων, άλλο τόσο σημαντικός είναι και ο ρόλος των Φαρμακοποιών.
Στην Αγγλία, οι Φαρμακοποιοί δεν έχουν το δικαίωμα ν’ αντικαταστήσουν ένα πρωτότυπο φάρμακο με ένα γενόσημο.
Ωστόσο, έχουν το δικαίωμα να προτείνουν ένα γενόσημο φάρμακο αν η συνταγογράφηση είναι καταγεγραμμένη σε δραστική ουσία. Στην Γερμανία, οι Φαρμακοποιοί είναι υποχρεωμένοι να διανέμουν στους ασθενείς το γενόσημο που κοστίζει λιγότερο.
Από την άλλη, στην Ολλανδία, στη Δανία και στη Σουηδία, οι Φαρμακοποιοί έχουν το δικαίωμα να αντικαταστήσουν ένα φάρμακο με ένα γενόσημο.
Για δε τους Σουηδούς η αντικατάσταση είναι υποχρέωση βάσει νόμου.
Ο κύριος άξονας της πολιτικής για τα γενόσημα στο εξωτερικό βασίζεται στο οικονομικό συμφέρον των ασθενών.
Όπως αναφέρει η Eurostaf, η αποζημίωση των πρωτότυπων και των γενοσήμων στις πέντε χώρες που έχουν μελετηθεί, βασίζεται σε μια τιμή αναφοράς για την κάθε δραστική.
Συγκεκριμένα, ο ασθενής εξακολουθεί να εξαρτάται από το αν το συνταγογραφούμενο φάρμακο είναι πιο ακριβό από τη τιμή αναφοράς.