Την αδυναμία της ελληνικής Πολιτείας να χρηματοδοτήσει επαρκώς τη φαρμακευτική περίθαλψη θα την πληρώσουν οι ασθενείς.
Τα τελευταία τρία χρόνια, η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη (ΕΟΠΥΥ) έχει οριστεί στο 1,945 δισ. ευρώ και η νοσοκομειακή στα 530 εκατομμύρια.
Επιστήμονες και παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν πως τα ποσά αυτά δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού.
Η Πολιτεία “κρύβεται” πίσω από τον αυτόματο μηχανισμό επιστροφών (clawback) και δεν προχωρεί σε θεσμικές παρεμβάσεις, ώστε τα υπάρχοντα κονδύλια να διατεθούν ορθολογικά, με τη φαρμακευτική δαπάνη να έχει συρρικνωθεί λόγω της οριζόντιας μείωσης των τιμών και την κατανάλωση φαρμάκων να αυξάνεται σταθερά.
Το υπουργείο Υγείας μειώνει τις τιμές και ζητεί πίσω από τις εταιρείες κάθε ευρώ που ξεπερνά τους “κλειστούς” προϋπολογισμούς ΕΟΠΥΥ και νοσοκομείων.
Η κατάσταση επιβαρύνει τους πολίτες και ειδικά τις πιο ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι.
Συνεπώς, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, επικρατεί ανασφάλεια σε σχέση με το κατά πόσο θα φτάσουν έγκαιρα στον Έλληνα ασθενή οι καινοτόμες θεραπείες που απαιτούνται, με τις προοπτικές ανάπτυξης και εισόδου νέων φαρμάκων στην ελληνική αγορά να μην είναι καθόλου αισιόδοξες.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), στα τέλη Οκτωβρίου έλλειπαν από τα φαρμακεία 97 φάρμακα, εκ των οποίων τα 22 ήταν νοσοκομειακά, τα 9 εμβόλια και τα 15 φάρμακα αρμοδιότητας του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ).
Το προεδρείο του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) απευθύνει μία τριπλή πρόταση, με σκοπό να μπει μία τάξη:
– Να υπάρξει συμμάζεμα της σπατάλης, ώστε να μειωθεί η άδικη και αυθαίρετη επιβολή των αναδρομικών επιστροφών.
– Να γίνουν δομικές αλλαγές, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες.
– Να υπάρξει συνυπευθυνότητα με την Πολιτεία και να μπει ένα όριο στο τι καλύπτουν οι εταιρείες και τι η Πολιτεία.