Οι μεγάλες θεραπευτικές καινοτομίες, οι όλο και πιο αποτελεσματικές τεχνικές διάγνωσης και η πρόσβαση σε Iατρικές πληροφορίες αλλάζουν την πρακτική της ιατρικής συνεπώς οι γιατροί χρειάζεται ναείναι πάντα προσαρμοσμένοι σε κάθε νέα κατάσταση.
Αντιμετωπίζοντας αυτό το δεδομένο της υπερ-τεχνολογίας, 2 τάσεις συνυπάρχουν.
Πρώτον, η έννοια του Iατρού ο οποίος φαίνεται όλο και περισσότερο να γίνεται “μη απαραίτητος”, διότι ο ασθενής μπορεί απλώς πιέζοντας ένα κουμπί να κάνει μια διάγνωση και δεύτερον, η ιδέα ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, απλά θα βοηθήσουν και θα υποστηρίξουν τους Iατρούς στη πρακτική τους.
Η τεχνολογία βιώνεται από πολλούς ως κάτι που καταστέλλει την ανθρώπινη σχέση, ενώ από άλλους ως κάτι που απελευθερώνει χρόνο για την καλύτερη σχέση μεταξύ Iατρών και ασθενών.
Για παράδειγμα, η τηλεϊατρική θεωρείται πια ως ένας τρόπος για να παρακολουθούνται οι ασθενείς πιο τακτικά από τον Iατρό τους και να περνούν περισσότερο χρόνο μαζί του, αποφεύγοντας τα έξοδα μετακίνησης που αρκετές φορές είναι υψηλά συνεπώς η τεχνολογία με αυτόν τον τρόπο προσφέρει περισσότερη ποιότητα στη σχέση ιατρού-ασθενή.
Αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό καθώς με την πρόοδο της ιατρικής όλο και περισσότερες ασθένειες γίνονται χρόνιες και οι άνθρωποι ζουν περισσότερο αυξάνοντας την πρόκληση για τους Iατρούς να παρακολουθούν τους ασθενείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Όλα λοιπόν συμβάλλουν στη δυσκολία παρακολούθησης των ασθενών συνεπώς είναι απαραίτητο οι Ιατροί να γίνουν περισσότερο ευαίσθητοι στη σημασία της θεραπευτικής επιμόρφωσης και εκπαίδευσης που θα πρέπει να παρέχουν στους ασθενείς τους για την υγεία, καθώς και εξατομικευμένες συμβουλές για την καθημερινή ζωή τους, με στόχο να διευκολυνθεί η συμμόρφωση τους.
Η πραγματική ιατρική επανάσταση λοιπόν είναι το πέρασμα από τη θεραπεία στη φροντίδα, τη φυγή δηλαδή από τη λογική του γίνεται διάγνωση, δίνονται οδηγίες και το έργο τελειώνει εδώ.
Πρέπει να γίνει λοιπόν μετάβαση σε μια πρακτική υποστήριξης των ασθενών, ιδιαίτερα για τη διαχείριση μακροχρόνιων ασθενειών.