Το Evusheld είναι μια θεραπεία που βασίζεται σε μονοκλωνικά αντισώματα και αναπτύχθηκε από το εργαστήριο της AstraZeneca.
Μπορεί να χορηγηθεί προληπτικά σε άτομα άνω των 12 ετών, που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική αγωγή ή που δεν μπορούν να εμβολιαστούν, για την προστασία τους από τον ιό.
Μετά το Ronapreve, το Evusheld από την AstraZeneca, φαίνεται πως θα αποτελέσει τη νέα προληπτική θεραπεία για την Covid, που θα διατεθεί στην Ευρώπη.
Ειδικά αφού το Evusheld, του οποίου η ανάπτυξη ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2020, μόλις χθες εγκρίθηκε από τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων (FDA).
Το Evusheld, είναι ένας συνδυασμός δύο μονοκλωνικών αντισωμάτων (150 mg tixagevimab και 150 mg cilgavimab) που χορηγούνται ως δύο ενδομυϊκές ενέσεις, η μία μετά την άλλη.
Τα αντισώματα αυτά, βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα να καταπολεμήσει τον ιό ενώ προσκολλώνται στην πρωτεΐνη Spike του ιού, εμποδίζοντάς την να εισέλθει στα κύτταρα για να τα μολύνει.
Η θεραπεία αυτή, «μπορεί να είναι αποτελεσματική για την πρόληψη πριν από την έκθεση για έξι μήνες», σύμφωνα με τον FDA, ο οποίος διευκρινίζει σε δελτίο τύπου ότι δεν αποτελεί «εναλλακτική λύση στον εμβολιασμό».
Επιπλέον, η θεραπεία δεν μπορεί προς το παρόν να χορηγηθεί σε μολυσμένο άτομο, αν και το εργαστήριο αναπτύσσει μια έκδοση που μπορεί να θεραπεύσει ασθενείς και σε αυτή την περίπτωση.
Ο Αντιπρόεδρος της AstraZeneca, Mene Pangalos, είπε επίσης, «Εργαζόμαστε γρήγορα για να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητά του έναντι της παραλλαγής Omicron».
{module title=”Adsence article”}
Έχουν αναφερθεί αρκετές πιθανές παρενέργειες, όπως αλλεργικές αντιδράσεις, αιμορραγία από το σημείο της ένεσης, πονοκέφαλοι και κόπωση.
Οι κλινικές δοκιμές που διεξήχθησαν ωστόσο, έδειξαν πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης μιας στατιστικά σημαντικής μείωσης (77% στους τρεις μήνες, 83% στους έξι μήνες) στον κίνδυνο εμφάνισης Covid-19 σε σύγκριση με ένα εικονικό φάρμακο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η δεύτερη χώρα που εγκρίνει τη χρήση του Evusheld, μετά την Αυστραλία στις 8 Νοεμβρίου 2011. Στην Ευρώπη, η θεραπεία εξακολουθεί να αξιολογείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.