Η εκστρατεία εμβολιασμού κατά της Covid, βρίσκεται σ ένα σημείο πλέον, όπου σχεδόν όλοι οι ενήλικες που ήταν ανοιχτοί απέναντι στο εμβόλιο, το έχουν ήδη λάβει.
Εκείνοι που αρνούνται τον εμβολιασμό από την άλλη, παραμένουν ακόμη σε μεγάλο βαθμό ανένδοτοι, με τις απόψεις τους αμετάβλητες, ανεξαρτήτως των ανακοινώσεων των φορέων δημόσιας υγείας, τη συνεχή ενημέρωση αλλά και τον αριθμό των κρουσμάτων που εκτοξεύεται λόγω της παραλλαγής όμικρον.
Οι φορείς δημόσιας υγείας, τονίζουν πως οι επαγγελματίες υγείας αποτελούν το «κλειδί» πλέον, για την ενημέρωση και την αφύπνιση των πολιτών για τον εμβολιασμό.
Το γεγονός αυτό, αποτελεί μία εξαντλητική αλλά και υπεύθυνη αποστολή για τους γιατρούς, οι οποίοι είναι ήδη ψυχικά αναλωμένοι και κουρασμένοι, ύστερα από δύο χρόνια πανδημίας, με την πίεση στο σύστημα υγείας, να είναι έντονη.
Είναι άξιο αναφοράς πως κατά την περίοδο της πανδημίας, η φροντίδα των ασθενών με covid κατανάλωνε το 131% της εργάσιμης ημέρας ενός νοσοκομειακού γιατρού, ο οποίος ταυτόχρονα καλείτο, όχι μόνο να φροντίσει τους ασθενείς του με χρόνιες παθήσεις, αλλά να αντιμετωπίσει και τα παράπονά τους.
Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή των γιατρών στην ενημέρωση και την αφύπνιση για τον εμβολιασμό, είναι εξαιρετικής σημασίας αυτή τη στιγμή!
Ορισμένοι ασθενείς, βρίσκονται δικαιολογημένα σε σύγχυση, λόγω του καταιγισμού των πληροφοριών που δέχονται καθημερινά, αλλά και του γεγονότος ότι αυτές μεταβάλλονται πάρα πολύ συχνά.
Άλλοι ασθενείς πάλι, φαίνεται πως περιμένουν να ακούσουν την οριστική σύσταση του γιατρού τους, αντί των φορέων πολιτικής προστασίας ή των εργοδοτών τους, που τους προτρέπουν έντονα για τον εμβολιασμό.
Ωστόσο, υπάρχει και ένας πυρήνας ασθενών, οι οποίοι φαίνεται πως είναι ανένδοτοι, χωρίς να θέλουν καν να ακούσουν για το θέμα αυτό!
Η συζήτηση περί του εμβολίου της Covid, φαίνεται να τους προκαλεί μια μοναδική εμμονή, μία εμμονή που δεν τους αφήνει χώρο για σκέψη.
Οι γιατροί αλλά και οι νοσηλευτές, προθυμοποιούνται να συζητήσουν με τους διστακτικούς ασθενείς τους, να ακούσουν τις αντιρρήσεις που έχουν και να τους προσφέρουν τις συμβουλές τους.
Αυτό βέβαια, είναι δύσκολο να επιτευχθεί, όταν οι ασθενείς δεν δέχονται κάποια ενημέρωση ή δεν επιθυμούν καν να μιλήσουν.
Είναι γεγονός, πως η μερίδα αυτή του πληθυσμού, δεν αποτελείται από συνωμοσιολόγους, αλλά από άτομα τα οποία δεν μπορούν να νιώσουν εμπιστοσύνη.
Ως ένα βαθμό, αυτό δεν φαίνεται παράλογο. Βλέποντας τους επιστήμονες να προσπαθούν να τους πείσουν με κάθε τρόπο για τα οφέλη του εμβολίου, αλλά ταυτόχρονα και την αβεβαιότητα ως προς τη φύση του ιού, η άρνηση αποτελεί μία φυσική αντίδραση.
Ως απόρροια της κατάστασης αυτής λοιπόν, παρατηρούμε δηλώσεις από τους πολίτες, όπως: «Δεν εμβολιάζομαι» ή «Δεν εμπιστεύομαι το εμβόλιο!».
Οι ειδικοί στον τομέα της ψυχικής υγείας, περιγράφουν την εμπιστοσύνη ως το πρώτο συναίσθημα που νιώθει ένας άνθρωπος, μετά τη γέννηση του.
Περνάμε τη ζωή μας αξιολογώντας ποιον και τι να μπορούμε να εμπιστευτούμε. Όταν οι ασθενείς λένε λοιπόν: «Θέλω μόνο να περιμένω», αυτό δείχνει πως χρειάζονται χρόνο, ένα διάστημα ώστε να επεξεργαστούν τα γεγονότα, τις πληροφορίες που δέχονται και να μπορέσουν να αφεθούν.
Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει τη διάρκεια του χρονικού αυτού πλαισίου που θα τους καθησύχαζε. Υπάρχει μόνο ένα συναίσθημα ασαφές και έντονη μία ανησυχία που δυσκολεύονται να ξεπεράσουν.
Η παρατήρηση αυτή, μας θυμίζει αντίστοιχα γεγονότα, με αυτά της περιόδου έξαρσης της γρίπης H1N1, η οποία εμφανίστηκε πριν από μία δεκαετία.
Στην αρχή, οι ασθενείς αναζητούσαν έντονα το εμβόλιο, ενώ φαίνονταν ακόμη ενοχλημένοι από την καθυστέρηση που υπήρξε στη διάθεση του.
Μέχρι που το εμβόλιο κατά της γρίπης των χοίρων κυκλοφόρησε – και τότε συνέβη το εξής εντυπωσιακό: οι περισσότεροι ασθενείς δεν το ήθελαν!
Ύστερα από πέντε μήνες μόλις, τα κρούσματα της H1N1 έφτασαν σε σημείο να θεωρούνται ως κρούσματα κανονικής γρίπης.
Για κάποιο λόγο, η κατάσταση στο μυαλό των ανθρώπων, έμοιαζε λιγότερο σοβαρή.
Η επίδραση των συναισθημάτων λοιπόν και το πως αυτή μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη της πανδημίας, είναι τόσο κρίσιμη όσο η κλινική εξέλιξη της νόσου, αν όχι και περισσότερο!
Ένα γεγονός το οποίο προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην τρέχουσα πανδημία που βιώνουμε, είναι και η σκόπιμη χειραγώγηση και παραπληροφόρηση.
Αξιοσημείωτο είναι πως η δυσπιστία ορισμένων ασθενών αυτή τη στιγμή, είναι πολύ μεγαλύτερη από τις ανησυχίες που συνήθως εκφράζουν για άλλες ιατρικές παρεμβάσεις.
Οι ασθενείς, φυσικά, έχουν το δικαίωμα να αμφισβητούν θεραπείες. Είναι λογικό το να έχουν υποψίες για οτιδήποτε υποβάλλουν στον οργανισμό τους, είτε πρόκειται για κάποιο αντιβιοτικό ή για κάποια άλλη διαγνωστική ή θεραπευτική διαδικασία.
Οι ιατροί εδώ, έχουν την ευθύνη και θα πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσουν ότι η επιστήμη της ιατρικής και δεν είναι απόλυτη αλλά και θα περιέχει πάντα ασάφειες και δεδομένα που θα εξελίσσονται.
Η ανηθικότητα εκείνων των πολιτικών από την άλλη, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με την covid, ώστε να αυξήσουν τη δημοτικότητα τους – ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας για τους ανεμβολίαστους ανθρώπους είναι δώδεκα φορές υψηλότερα από ό, τι για τους εμβολιασμένους – προκαλεί οργή αλλά και ανησυχία.
Η περίοδος αυτή που διανύουμε, είναι ίσως το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής της πανδημίας της Covid.
{module title=”Adsence article”}
Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε, η αντιμετώπιση πρέπει να επικεντρωθεί τόσο στην ενημέρωση και τη διαχείριση συναισθημάτων και αντιρρήσεων όσο και στην κλινική επιδημιολογία.
Οι ιατροί πρέπει να καταβάλλουν τη μέγιστη προσπάθεια ακούγοντας τους ασθενείς τους όσο το δυνατόν περισσότερο, προσπαθώντας να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες τους.
Δυστυχώς όμως, θα υπάρχουν και πολλοί που θα συνεχίσουν να μένουν άκαμπτοι παρόλες τις προσπάθειες που μπορεί να γίνουν..
Οι αμετάβλητες απόψεις, οι αντιρρήσεις, η εναντίωση απέναντι στους επαγγελματίες υγείας και τους ειδικούς… είναι όλα στοιχεία που θα κάνουν κακό στον αγώνα για την αντιμετώπιση του ιού..