Η άνοδος του αριθμού ασθενων με διαβήτη αποτελεί κρίσιμο μέγεθος στα οικονομικά της υγείας, με το εθνικό σύστημα να έρχεται αντιμέτωπο με κόστος δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, αλλά και πληθώρα θεραπευτικών επιλογών υψηλής αποτελεσματικότητας.
Μεγάλη πληγή για το εθνικό σύστημα υγείας αποτελεί ο διαβήτης τύπου 2, καθώς ελληνικές και διεθνείς μελέτες αφενός προβλέπουν τη ραγδαία άνοδο της νόσου, αφετέρου έχουν υπολογίσει ότι το μέσο κόστος διαχείρισης του κάθε ασθενή φτάνει στα επίπεδα των 7.000 ευρώ ετησίως.
Από το κόστος αυτό, περίπου 15% ή τα 1.000 ευρώ αφορούν στο κόστος θεραπείας.
Με δεδομένο το γεγονός ότι στην Ελλάδα σήμερα περίπου 600.000 ασθενείς λαμβάνουν αντιδιαβητική θεραπεία, μπορεί κανείς να αντιληφθεί κι το μέγεθος για το σύνολο των δαπανών υγείας, το οποίο έρευνες το τοποθετούν ανάμεσα στο 7% και 11% των συνολικών δαπανών!
Ο μεγάλος κίνδυνος όμως που υπάρχει κυρίως για τα οικονομικά της υγείας, εντοπίζεται στην αύξηση του επιπολασμού της ασθένειας.
Μελέτες ανεβάζουν τον αριθμό των διαβητικών σε υψηλότερα από τα προαναφερθέντα επίπεδα των περίπου 600.000.
Μάλιστα με βάση τα πρώτα τεκμηριωμένα αποτελέσματα της έρευνας που διεξάγεται από την Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με όλες τις Ιατρικές Σχολές της Ελλάδος, 1 στους 10 Έλληνες πάσχει από τη συγκεκριμένη ασθένεια.
Μεγάλο μέρος αυτών των ασθενών, σε ποσοστό το οποίο η έρευνα προσδιορίζει στο 14%, που όμως άλλες έρευνες ανεβάζουν ακόμη και πάνω από το 30% δεν γνωρίζει ότι πάσχει ή δεν λαμβάνει αντιδιαβητική αγωγή.
Όμως οι ασθενείς αυτοί κάποια στιγμή της ζωής τους θα αναγκαστούν να λάβουν θεραπεία ή να νοσηλευτούν, εξαιτίας είτε της ίδιας της νόσου είτε λόγω των επιπλοκών της.
Για την ορθότερη διαχείριση του κόστους έχει ξεκινήσει η εφαρμογή θεραπευτικού πρωτοκόλλου για τη συνταγογράφηση φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων.
Το πρωτόκολλο περιλαμβάνει περί τα 60 φάρμακα τα οποία μάλιστα τοποθετούνται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των συνταγογραφούμενων φαρμάκων τόσο από πλευράς όγκου όσο και από πλευράς αξίας.
Οι ινσουλίνες και τα αντιδιαβητικά αποτελούν για πολύ μεγάλες πολυεθνικές μια ισχυρή κατηγορία. Μάλιστα σε αυτές τις εταιρείες τα αντιδιαβητικά βρίσκονται μεταξύ των 5 πρώτων ευπώλητων φαρμάκων.
Όπως μπορεί μάλιστα να καταλάβει κανείς, οι τρεις διεθνώς μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής και διακίνησης ινσουλινών, που αποτελεί και βασική θεραπεία για το διαβήτη, έχουν ριχτεί στη μάχη των κλινικών μελετών για την εξέλιξη των θεραπευτικών επιλογών με βάση τη συγκεκριμένη ουσία.
Στην ελληνική αγορά σήμερα κυκλοφορούν 14 ινσουλίνες (η κάθε μία περιλαμβάνει και υπό κατηγορίες) με τη συνολική κατηγορία να αποτιμάται, σε τιμές χονδρικής, στα 70 εκατ. ευρώ.
Οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες είναι η Novo Nordisk, η Sanofi και η Eli Lilly.
Και οι τρεις αυτές εταιρείες, σήμερα διαθέτουν στην ελληνική αγορά νέες θεραπευτικές επιλογές με βάση την ινσουλίνη, οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία της μακράς δράσης.
Αιχμή του δόρατος είναι οι συνδυαστικές θεραπείες, ώστε να γίνεται ευκολότερη η χρήση και παράλληλα να αντιμετωπίζονται όσο το δυνατόν κάποιες επιπλοκές.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι τελευταία παρατηρείται και μία τάση ενημέρωσης ώστε οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 να μην αντιλαμβάνονται τη θεραπεία με ινσουλίνη ως μια αρνητική εξέλιξη της πορείας της νόσου.
Επιπλέον, οι φαρμακευτικές επιδίδονται σε κλινικές μελέτες όπου με βάση τα αποτελέσματά τους στοιχειωθετούν πως η από νωρίς χορήγηση ινσουλίνης είναι πιο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση.
Εκείνο όμως που είναι το ζητούμενο από το θεραπευτικό πρωτόκολλο είναι η εξατομίκευση της θεραπείας σε κάθε ασθενή.
Πηγή: www.PharmaManage.gr