Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν δημοσίευση στη “The Washington Post” σχετικά με τα μέτρα πρόληψης της διασποράς της COVID-19 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ) σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Καθώς οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την εξελισσόμενη πανδημία COVID-19 με την εμφάνιση νέων λοιμογόνων στελεχών, οι υγειονομικές αρχές των ΗΠΑ παραμένουν επιφυλακτικές ως προς τη λήψη πολύ αυστηρών μέτρων έναντι της διασποράς της COVID-19 που εφαρμόζονται από άλλες χώρες.
Αντ’ αυτού συνεχίζουν να επιμένουν σε τρεις βασικές αρχές: καθολική χρήση μάσκας προσώπου, αποφυγή συνωστισμού και εμβολιασμός.
Η προσέγγιση των ΗΠΑ διαφέρει από πολλές ευρωπαϊκές χώρες που λαμβάνουν αυστηρά μέτρα όπως καθολικά lockdowns, κλείσιμο σχολείων και υποχρεωτική χρήση χειρουργικών μασκών.
Αντικατοπτρίζει επίσης την αμερικανική πραγματικότητα, όπου δεν υπάρχει η επιθυμία για περαιτέρω περιορισμούς με σκοπό μια πιθανή μείωση της πορείας της πανδημίας.
Ο ιατρικός επικεφαλής του Συνδέσμου των Υγειονομικών των Πολιτειών και της Επικράτειας των ΗΠΑ σημειώνει ότι η κοινή γνώμη σχεδόν σε όλες τις Πολιτείες των ΗΠΑ δεν αντέχει πλέον παρατεταμένα lockdown.
Το εμβολιαστικό πρόγραμμα που βρίσκεται σε εξέλιξη δείχνει το δρόμο για τον τερματισμό της πανδημίας, παρά τα εμπόδια που μπορεί να θέτουν τα αναδυόμενα στελέχη του SARS-CoV-2.
Η χρήση μάσκας προσώπου και η σωματική απομάκρυνση αποτελούν τα καλύτερα όπλα για τον έλεγχο της πανδημίας, παρόλο που μπορεί να ακούγονται τετριμμένα από τις επανειλημμένες επαναλήψεις κατά το τελευταίο έτος.
Οι υγειονομικές αρχές έχουν ένα δύσκολο ρόλο να επικοινωνήσουν τους κινδύνους των νέων στελεχών, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να άρουν περιορισμούς με σκοπό την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Όλοι οι ιοί παρουσιάζουν αλλαγές στο γενετικό τους υλικό (μεταλλαγές, μεταλλάξεις) καθώς πολλαπλασιάζονται αλλά οι ιολόγοι φοβούνται κυρίως μεταλλάξεις που καθιστούν τους ιούς ικανούς να μεταδίδονται ευκολότερα, ή/και να διαφεύγουν της προστασίας που προσφέρουν τα εμβόλια ή/και να προκαλούν βαρύτερη και πιο θανατηφόρα νόσο.
Τα στελέχη που ανιχνεύτηκαν αρχικά σε Ηνωμένο Βασίλειο, Νότια Αφρική και Βραζιλία φαίνεται να μεταδίδονται πιο εύκολα και να οδηγούν σε συρροές κρουσμάτων που επιβαρύνουν τα νοσοκομεία.
Δυστυχώς όμως, το ποσοστό των θετικών δειγμάτων που υποβάλλονται σε γενετική αλληλούχιση παραμένει χαμηλό και ως εκ τούτου τα ομοσπονδιακά στατιστικά σύμφωνα με τα οποία υπάρχουν περίπου 500 παραλλαγές στις 32 Πολιτείες των ΗΠΑ θεωρείται μόνο ένα μέρος του παγόβουνου.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ δε διαθέτουν ισχυρές ενδείξεις που να δικαιολογούν τη λήψη επιθετικών μέτρων έναντι της διασποράς του SARS-CoV-2, αλλά δεν είναι γνωστό αν θα είναι αργά όταν τέτοια δεδομένα γίνουν διαθέσιμα.
Η προληπτική λήψη εξαιρετικά αυστηρών μέτρων με βαθιές επιπτώσεις σε οικονομία και κοινωνία δεν κρίνεται αποδεκτή από τους αρμόδιους υγειονομικούς φορείς.
Ο επιδημιολόγος Nathan Grubaugh από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Yale υποστηρίζει την ανάγκη διενέργειας ευρείας γονιδιακής αλληλούχισης ώστε να λαμβάνονται στοχευμένα μέτρα αποτροπής της μετάδοσης της COVID-19 σε περιοχές όπου αναδύονται νέα στελέχη.
Πλέον, ο κύριος στόχος είναι η επιβράδυνση της εξάπλωσης του SARS-CoV-2 έως ότου ικανό ποσοστό του πληθυσμού εμβολιαστεί.
Η ανοσοποίηση του πληθυσμού θα μειώσει τον αριθμό των επίνοσων ατόμων στην κοινότητα και την πιθανότητα ανάδυσης νέων στελεχών του SARS-CoV-2.