Οι γιατροί, χρησιμοποιούν δεξιότητες επικοινωνίας με πολλούς τρόπους.
Ο καθένας ακολουθεί διαφορετικό στυλ και τεχνικές της επικοινωνίας, καθώς λειτουργεί με βάση ορισμένα πρότυπα που εφαρμόζει και πρέπει να τηρεί στην καθημερινή του πρακτική.
Κατά τη διάρκεια μιας τυπικής ημέρας στο ιατρείο, ένας γιατρός επικοινωνεί με ασθενείς και όχι μόνο, με ποικίλους τρόπους.
Επισκέπτεται νοσοκομειακούς ασθενείς με την ομάδα του, επικοινωνεί με συναδέλφους για να συζητήσουν για κάποιον ασθενή, γράφει και στέλνει email σχετικά με τη μεταφορά των ασθενών, βλέπει νέους ασθενείς.
Παράλληλα, πρέπει να ανταποκρίνεται σε κλήσεις από άλλους επαγγελματίες υγείας σχετικά με έναν ασθενή, να συμβουλεύεται τις σχετικές οδηγίες για κάθε ασθενή και να ανταποκρίνεται σε κλήσεις ασθενών.
Μέσα σε όλα αυτά, παρακολουθεί ηλεκτρονικά και επιστημονικά συνέδρια και ακόμα, μπορεί να διαβάζει το τελευταίο τεύχος ενός ιατρικού περιοδικού.
Όπως φαίνεται, υπάρχουν τέσσερις μορφές επικοινωνίας που χρησιμοποιεί ένας γιατρός σε μια τυπική ημέρα και αυτές είναι μέσω της ακοής, μέσω της ομιλίας, μέσω της γραφής και μέσω της ανάγνωσης.
Αυτά τα στοιχεία είναι τα βασικά μέρη της επικοινωνίας.
Ο τύπος και το επίπεδο των απαιτούμενων δεξιοτήτων ποικίλλουν ανάλογα με το περιβάλλον – για παράδειγμα, διαφορετικά θα μιλήσει ο γιατρός με έναν ασθενή και διαφορετικά θα επικοινωνήσει με έναν συνάδελφο ή με έναν φίλο.
Ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση προσαρμόζεται και η συμπεριφορά του γιατρού.
Παρόλο που η κλινική μέθοδος με επίκεντρο τον ασθενή, η οποία περιγράφεται στη βιβλιογραφία, προσφέρει στρατηγικές για εφαρμογή, κανένα γραπτό έγγραφο δεν μπορεί πραγματικά να αποδείξει την πραγματική μεταβλητότητα και μοναδικότητα ενός διαλόγου γιατρού-ασθενούς.
Είναι δύσκολο να καταγραφούν στα χαρτιά όλοι αυτοί οι τρόποι με τους οποίους πραγματοποιούνται αυτές οι αλληλεπιδράσεις.
Ωστόσο, η χρήση σεναρίων σε μορφή βίντεο το καθιστά εφικτό.
Επιπλέον, δίνεται έμφαση στην ίδια την επικοινωνία: τη λεκτική και μη λεκτική γλώσσα του γιατρού και του ασθενούς, καθώς και πώς αυτή επηρεάζει τη ροή της συνάντησης.
Οι αρχές παραμένουν οι ίδιες με οποιοδήποτε μοντέλο με επίκεντρο τον ασθενή, αλλά το επίπεδο προσοχής είναι πιο λεπτομερές.
Οι ακόλουθοι ορισμοί είναι σημαντικοί:
Ο όρος «με επίκεντρο τον γιατρό» σημαίνει ότι η προσοχή του γιατρού εστιάζεται στην ασθένεια, στις κατηγορίες και στα χαρακτηριστικά της νόσου.
Η επικοινωνία με τον ασθενή στοχεύει στην παροχή πληροφοριών που θα βοηθήσουν τον γιατρό να εντοπίσει και να ονομάσει την ασθένεια και, συνεπώς, να συνταγογραφήσει την κατάλληλη θεραπεία.
Αυτό που έχει σημασία σε αυτήν την κατάσταση είναι η εμπειρία του γιατρού και η ερμηνεία του ως προς τα συμπτώματα του ασθενούς, εάν υπάρχει ένας πόνος εδώ, εάν αισθάνεται αδυναμία εκεί…
Καθώς ο γιατρός σκέφτεται με βάση τις κατηγορίες μιας βιοϊατρικής παθολογίας, μπορεί να μην κατανοήσει το ατομικό πλαίσιο του ασθενούς.
Η ατομική εμπειρία ενός ασθενούς και η αλληλεπίδρασή του με τη διαδικασία της νόσου δεν θεωρούνται χρήσιμες για τον ιατρό, εξ’ ου και ο όρος «υποκειμενικές πληροφορίες», που χρησιμοποιείται συχνά όταν πρόκειται για την περιγραφή της εμπειρίας της νόσου από τον ίδιο τον ασθενή.
Ο όρος «με επίκεντρο τον ασθενή» σημαίνει ότι ο γιατρός δίνει σημασία στη γνώση και την κατανόηση του ασθενούς για την ασθένειά του, εκτός από τις βιοϊατρικές πληροφορίες που απαιτούνται για την απόφαση σχετικά με τη θεραπεία.
Και τα δύο χρειάζονται.
Σημαίνει επίσης, την αναγνώριση της αξίας αυτών των πληροφοριών, διότι βοηθά τον γιατρό να παρέχει υψηλής ποιότητας φροντίδα στους ασθενείς του.
Η φροντίδα με επίκεντρο τον ασθενή έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί τι δεν περιλαμβάνουν αυτοί οι ορισμοί.
Η υιοθέτηση του ιατρο-κεντρικού μοντέλου δεν σημαίνει ότι πρόκειται για έναν κακό γιατρό.
Ωστόσο, παρόλο που είναι απαραίτητη, η βιοϊατρική εμπειρογνωμοσύνη δεν επαρκεί για την κλινική φροντίδα.
Ομοίως, το μοντέλο με επίκεντρο τον ασθενή δεν σημαίνει ότι δίνει στους ασθενείς ό, τι θέλουν.
Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι λαμβάνεται υπόψη η οπτική του ασθενούς και ότι επιτυγχάνεται ένα σχέδιο διαχείρισης που είναι αποδεκτό και από τον ασθενή και τον γιατρό.
Φυσικά, η φροντίδα με επίκεντρο τον ασθενή προϋποθέτει συγκεκριμένες δεξιότητες από την πλευρά του γιατρού, όπως ικανότητα κατανόησης της σημασίας του περιβάλλοντος, τόσο του ίδιου του γιατρού όσο και του ασθενούς, αυτογνωσία και ευελιξία.