Ενίσχυση του προϋπολογισμού στην Υγεία κατά 95 εκ. ευρώ για το 2019, αλλά και αύξηση του ορίου δαπανών στους «κλειστούς» προϋπολογισμούς, εξήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ενώ αντί για τα παραπάνω, το Υπουργείο Υγείας, προχώρησε σε νέα μείωση του μηνιαίου ορίου συνταγογράφησης φαρμάκων, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στους ‘Ελληνες γιατρούς και ασφαλισμένους.
Το θέμα της μείωσης κατά 20% στα όρια της συνταγογράφησης φαρμακευτικών ουσιών -για κάθε ειδικότητα, ανά μήνα και με βάση το ΑΜΚΑ ασθενούς- με την παράλληλη εφαρμογή του υποχρεωτικού “ελάχιστου στόχου” συνταγογράφησης γενοσήμων, αναμένεται να απασχολήσει έντονα το επόμενο διάστημα.
Πρόκειται για την πρόσφατη υπουργική απόφαση με την οποία τίθενται σε εφαρμογή νέα και ακόμα χαμηλότερα όρια στη συνταγογράφηση φαρμακευτικών ουσιών, ενώ ταυτόχρονα -στο πλαίσιο της προσπάθειας για τη μεγαλύτερη διείσδυση των γενοσήμων και off patent φαρμάκων- θεσπίζεται μηνιαίο κατώτατο ποσοστιαίο πλαφόν στη συνταγογράφηση των γενοσήμων.
Ηδη, οι σχετικοί πίνακες (που προσδιορίζουν τα ανώτατα και κατώτατα όρια -για τις φαρμακευτικές ουσίες και τα γενόσημα αντίστοιχα) προκάλεσαν σοβαρές αντιδράσεις ανάμεσα στους γιατρούς μετά την κοινοποίησή τους στο ΦΕΚ 3663/Β/28-8-2018.
Απορίες και εύλογα ερωτηματικά προκαλεί το εάν υπήρξε σοβαρή επιστημονική τεκμηρίωση για τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών ώστε να καταρτιστούν αυτά τα χαμηλά όρια στη συνταγογράφηση ή εάν αυτά προσδιορίστηκαν και πάλι με τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων από την έκδοση των συνταγών του προηγούμενου έτους.
Μέθοδος που έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως προβληματική, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν ήταν λίγες οι διαμαρτυρίες Ιατρικών Συλλόγων σε όλη την επικράτεια για ανορθολογική κατάρτιση των ορίων αυτών και μη πραγματική αποτύπωση των αναγκών των ασθενών.
Πόσο μάλλον που τα όρια -τα οποία επιτρέπει ο νόμος για τη συνταγογράφηση φαρμακευτικών ουσιών- εμφανίζουν διαφοροποιήσεις, όχι μόνο ανά ιατρική ειδικότητα και ανά νομό της χώρας, αλλά ακόμη και από μήνα σε μήνα, π.χ. Χειρουργική Αθήνας Ιαν: 24,65 Φεβρ: 21,36 Μαρτ: 23,93 κ.ο.κ. / Χειρουργική Λέσβου: Ιαν: 23,89 Φεβρ: 20,62 Μαρτ: 25,21 κ.ο.κ.
Υπήρξε πράγματι εμπεριστατωμένη μελέτη βάσει διεθνών κατευθυντηρίων οδηγιών ή η κατάρτιση των ορίων ήταν αποτέλεσμα περικοπής δαπανών με απλά λογιστικά κριτήρια;
“Πρόκειται για ένα ακόμα αντιεπιστημονικό και επικίνδυνο μέτρο που υποβαθμίζει την περίθαλψη του ασθενή”, τόνισε σε ανακοίνωσή του ο Ιατρικός Σύλλογος της Αθήνας, ο οποίος καταγγέλλει ότι ο ‘Ελληνας ασφαλισμένος έχει υποστεί μία ακόμη σοβαρή οικονομική αιμορραγία.
Οι γιατροί του ΙΣΑ δήλωσαν “…αντίθετοι σε κάθε απόφαση που υπηρετεί λογιστικές σκοπιμότητες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη, το συμφέρον του ασθενή και της Δημόσιας υγείας” και κάλεσαν το υπουργείο Υγείας, να σταματήσει να αντιμετωπίζει την υγεία, με προχειρότητα και να βάζει σε κίνδυνο τους ασθενείς, για να πιάσει τους στόχους που έχουν επιβάλλει οι δανειστές.
Αισιοδοξία χωρίς…αντίκρυσμα
Παρά την αισιοδοξία που επικρατεί στην κυβέρνηση, τα ανοιχτά και χρονίζοντα πλέον προβλήματα στη δημόσια περίθαλψη παραμένουν δύσκολα στη διαχείρισή τους.
Με τη συνεχή συμπίεση της φαρμακευτικής δαπάνης (που προκαλεί ελλείψεις και αποσύρσεις φαρμάκων από την Ελληνική αγορά), με τις δεσμεύσεις που δεν υπήρξαν στη ΔΕΘ για μισθολογικές επανορθώσεις των εξοντωμένων από το burnout υγειονομικών και με την αυξανόμενη φτωχοποίηση των ασθενών λόγω αδυναμίας τους να ανταποκριθούν σε δαπάνες περίθαλψης και νοσηλείας, ημίμετρα όπως η “κατάργηση του 1 ευρώ ανά συνταγή”, που δήλωσε ότι θα εφαρμόσει άμεσα ο Υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, δεν μπορούν να στηρίξουν το υπό κατάρρευση σύστημα.
Την εικόνα της μετά-μνημονίων εποχής στην Υγεία, όμως, έρχονται να συμπληρώσουν κι άλλα προβλήματα: η ασθμαίνουσα λειτουργία της Πρωτοβάθμιας (που ακόμη…στελεχώνεται), αλλά και οι υπό κατάρρευση δημόσιες και ιδιωτικές δομές παροχής φροντίδας Υγείας, όπως π.χ. τα διαγνωστικά κέντρα και εργαστήρια, τα οποία εξέπεμψαν σήμα κινδύνου για τη λειτουργία τους, εξαιτίας των συνεχόμενων περιοριστικών μέτρων στην αποζημίωση για τις υπηρεσίες τους.
Ολα τα παραπάνω, στην πράξη σημαίνουν φτωχότερη και λιγότερο ποιοτική δημόσια περίθαλψη για τους ασθενείς.
Ιωάννα Σουλάκη, Δημοσιογράφος Υγείας