Το Σύνδρομο του Ευερέθιστου Εντέρου (ΣΕΕ) είναι μια χρόνια λειτουργική νόσος του εντέρου. Οφείλεται σε κινητική διαταραχή του εντέρου χωρίς να παρουσιάζεται οποιαδήποτε οργανική βλάβη σε αυτό.
Παρατηρείται μια αυξημένη εντερική κινητικότητα ως απάντηση σε οποιαδήποτε εντερική διάταση με αυξημένο αίσθημα του πόνου, που σύμφωνα με νέες μελέτες παρουσιάζεται λόγω απορρύθμισης του άξονα κεντρικού νευρικού-εντερικού νευρικού συστήματος.
Δηλαδή πιο απλοποιημένο, ενώ σε ένα άτομο που δεν πάσχει από ευερέθιστο έντερο μια μικρή διάταση του εντέρου λόγω αερίων δεν προκαλεί κανένα πόνο, στα άτομα με ΣΕΕ με την ίδια διάταση δίνεται σήμα στον εγκέφαλο ότι το έντερο έχει φουσκώσει υπερβολικά και προκαλείται πόνος.
Λόγοι οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε αυτήν την απορρύθμιση του εντερικού νευρικού συστήματος μπορούν να είναι γενετικοί παράγοντες, καταστάσεις έντονου στρες ή άλλοι ψυχολογικοί παράγοντες ακόλουθο μιας λοίμωξης του εντέρου, καθώς σημαντικό ρόλο φαίνεται να έχουν και οι αλλαγές οι οποίες μπορούν να παρουσιαστούν στην ισορροπία της βακτηριδιακής χλωρίδας του εντέρου.
Π.χ. κάποια άτομα μπορούν να έχουν στο έντερο μεγαλύτερο αριθμό βακτηριδίων τα οποία παράγουν αέρια από κάποια άλλα.
Η διάγνωση του ΣΕΕ γίνεται μόνο από τα συμπτώματα, όπως κοιλιακός πόνος, δυσφορία, αυξημένη παραγωγή αεριών, φουσκώματα και αλλαγές στις κενώσεις και απουσία κάποιας οργανικής βλάβης.
Αποτελεί μία από τις συχνότερες διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος και επηρεάζει ένα 10-15% του πληθυσμού, σε μεγαλύτερο αριθμό τις γυναίκες.
Λόγω του ότι το έντερο δεν παρουσιάζει κάποιο οργανικό πρόβλημα αλλά είναι μόνο ένα λειτουργικό σύνδρομο δεν αποτελεί κίνδυνο για τη ζωή του ασθενούς αλλά επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της ζωής του και τον βάζει σε περιορισμούς στη διατροφή και την καθημερινότητα του.
Πολλοί είναι αυτοί που καταφεύγουν σε μια δίαιτα ελεύθερη σε γλουτένη που είναι μια άκρως περιοριστική διατροφή με αποτέλεσμα την καλυτέρευση των συμπτωμάτων.
Αυτό συμβαίνει φυσικά λόγω σύμπτωσης αφού η διατροφή χωρίς γλουτένη περιορίζει σημαντικά το σιτάρι, έτσι ώστε μειώνει ταυτόχρονα και την κατανάλωση φρουκτανών, που περιέχονται σε αυτό και ανήκουν στους FODMAP υδατάνθρακες για τους οποίους θα μιλήσουμε αναλυτικά πιο κάτω.
Έτσι λοιπόν, εκατομμύρια ασθενείς ακολουθούν μια δίαιτα χωρίς γλουτένη χωρίς να έχουν ποτέ διαγνωσθεί ότι πάσχουν από κοιλιοκάκη.
Οι αριθμοί των ατόμων που πραγματικά πάσχουν από κοιλιοκάκη και πρέπει να ακολουθούν αυτην τη διατροφή είναι κατά πολύ μικρότεροι λόγω του ότι είναι μια σπάνια πάθηση.
Η λύση λοιπόν για όσους νοιώθουν καλύτερα όταν δεν τρώνε γλουτένη και δεν έχουν κοιλιοκάκη ίσως να βρίσκεται στη διατροφή FODMAP.
Ήδη αρκετές επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι μια διατροφή φτωχή σε FODMAP είναι αποτελεσματική στη διαχείριση του ΣΕΕ, αφού με τον χρόνο και λόγω αποτυχίας αρκετών φαρμάκων που έχουν δοκιμαστεί στη θεραπεία του ευερέθιστου εντέρου η διατροφή φαίνεται, να κατέχει τον κύριο ρόλο στη ρύθμιση των συμπτωμάτων.
Η διατροφή FODMAP είναι φτωχή σε μη απορροφήσιμους ζυμώσιμους υδατάνθρακες (fermentable oligo-di- and monosacharides and polyols).
Αυτοί οι υδατάνθρακες είναι πολύ μικρές αλυσίδες σακχάρων της τροφής οι οποίες δεν διασπώνται κατά την πέψη.
Έτσι φτάνουν στο λεπτό έντερο όπου δεν μπορούν να απορροφηθούν και καταλήγουν στο παχύ έντερο όπου οι μικροοργανισμοί οι οποίοι αποτελούν τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου αρχίζουν να τις «τρώνε» με αποτέλεσμα την παραγωγή αερίων καθώς και την απορρόφηση πολλών υγρών στο έντερο και έτσι το έντερο νοιώθει πολύ φουσκωμένο και πονάει.
Οι υδατάνθρακες FODMAP βρίσκονται:
– Σε ολιγοσακχαρίτες, όπως υδατάνθρακες που περιλαμβάνουν τις φρουκτάνες, φρουκτο και γαλακτοολιγοσακχαρίτες, π.χ. το σιτάρι, το κριθάρι, το σκόρδο, το κρεμμύδι, το μπρόκολο τα όσπρια κ.λπ.
– Σε μόνοσακχαρίτες όπως τη φρουκτόζη, π.χ. σε μήλα, αχλάδια, χυμούς φρούτων κ.ά.
– Σε δίσακχαρίτες, όπως η λακτόζη στα γαλακτοκομικά προιόντα και σε πολυόλες, όπως η σορβιτόλη μανιτόλη, ξυλιτόλη και άλλες ουσίες.
{module title=”Adsence article”}
Αρχικά οι ασθενείς πρέπει να περιορίσουν για έξι εβδομάδες την κατανάλωση των τροφών με αυξημένη περιεκτικότητα σε FODMAP και στη συνέχεια όταν θα υποχωρήσουν τα συμπτώματα θα γίνει μία σταδιακή επανένταξη των τροφίμων και επανεξέταση των συμπτωμάτων.
Η εφαρμογή μίας τέτοιας διατροφής επιτυγχάνεται καλύτερα με τη βοήθεια ενός ειδικού ο οποίος θα σχεδιάσει ένα εξατομικευμένο διαιτολόγιο απουσίας τέτοιων τροφών αλλά παρόλα αυτά ισορροπημένης σε θρεπτικά συστατικά διατροφής.
Δρ Καίτη Κωνσταντίνου, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Χαιδελβέργης Γερμανία
www.doctor-kate.com
Facebook:
@DrsSimanowskiConstantinou
Instagram:
Ciflira
{module title=”Υπογραφή”}