Μια νέα μελέτη από τις ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό “Journal of Allergy and Clinical Immunology”, ανέδειξε ότι τα άτομα με τροφικές αλλεργίες έχουν λιγότερες πιθανότητες να μολυνθούν από τον SARS-CoV-2 σε σύγκριση με άτομα χωρίς.
Οι Ιατροί της Ιατρικής Σχολής τους Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Κατερίνα Συρίγου (Διευθύντρια Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας), Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής.
Πρόκειται για τη μελέτη HEROS, που παρακολούθησε περισσότερα από 4.000 άτομα σε σχεδόν 1.400 νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα άτομο ηλικίας 21 ετών ή μικρότερο για πιθανή μόλυνση από SARS-CoV-2.
Η παρακολούθηση πραγματοποιήθηκε σε 12 πόλεις των ΗΠΑ μεταξύ Μαΐου 2020 και Φεβρουαρίου 2021, πριν από την ευρεία κυκλοφορία των εμβολίων έναντι COVID-19 αλλά και πριν από την ευρεία εμφάνιση νέων παραλλαγών.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα επιλέχθηκαν από υπάρχουσες ομάδες μελετών που είχαν επικεντρωθεί σε αλλεργικές ασθένειες.
Περίπου οι μισοί συμμετέχοντες ανέφεραν τροφική αλλεργία, άσθμα, έκζεμα ή αλλεργική ρινίτιδα. Κάθε δύο εβδομάδες ελήφθησαν ρινικά επιχρίσματα για SARS-CoV-2.
Εάν ένα μέλος του νοικοκυριού ανέπτυσσε συμπτώματα COVID-19, λαμβάνονταν επιπλέον ρινικά επιχρίσματα.
Δείγματα αίματος συλλέχθηκαν επίσης περιοδικά καθώς και μετά την πρώτη αναφερόμενη ασθένεια μιας οικογένειας, εάν υπήρχε.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η παρουσία τροφικής αλλεργίας μείωσε τον κίνδυνο μόλυνσης από SARS-CoV-2 στο μισό.
Από την άλλη, το άσθμα, το έκζεμα και η αλλεργική ρινίτιδα δεν συσχετίστηκαν με μειωμένο κίνδυνο μόλυνσης.
Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν ότι είχαν τροφική αλλεργία ήταν αλλεργικοί σε 3πλάσια αλλεργιογόνα από τους συμμετέχοντες που δεν ανέφεραν ότι είχαν τροφική αλλεργία.
Σε υποομάδα των συμμετεχόντων μετρήθηκαν συγκεκριμένα τα επίπεδα των ειδικών για την ανοσοσφαιρίνη Ε (IgE) αντισωμάτων, τα οποία διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην αλλεργική νόσο.
Ανευρέθηκε αντιστοιχία μεταξύ της αναφερόμενης τροφικής αλλεργίας και των ειδικών μετρήσεων IgE για τα τροφικά αλλεργιογόνα.
Οι ερευνητές εικάζουν ότι η φλεγμονή τύπου 2, χαρακτηριστικό των αλλεργικών καταστάσεων, μπορεί να μειώσει τα επίπεδα μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται 2 υποδοχέας ACE2 στην επιφάνεια των κυττάρων των αεραγωγών.
Ο ιός SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί αυτόν τον υποδοχέα για να εισέλθει στα κύτταρα, επομένως η έλλειψή του θα μπορούσε να περιορίσει την ικανότητα του ιού να τα μολύνει.
Βέβαια, και διαφορές στις συμπεριφορές μεταξύ ατόμων με τροφική αλλεργία, όπως το φαγητό σε εστιατόρια λιγότερο συχνά, θα μπορούσαν επίσης να εξηγήσουν το χαμηλότερο κίνδυνο μόλυνσης για αυτήν την ομάδα.
Ωστόσο, μέσω αξιολογήσεων δύο φορές την εβδομάδα η ερευνητική ομάδα της μελέτης διαπίστωσε ότι τα νοικοκυριά με συμμετέχοντες με τροφική αλλεργία είχαν μόνο ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα έκθεσης στην κοινότητα από άλλα νοικοκυριά.