Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα των νέων στελεχών του κορωνοϊού SARS-CoV-2 στις ΗΠΑ.
Δύο διαφορετικές επιστημονικές ομάδες έχουν εντοπίσει ένα νέο στέλεχος κορωνοϊού στη Νέα Υόρκη και στο Βορειοανατολικό τμήμα των ΗΠΑ (NYC, Northeast variant), το οποίο μπορεί να διαφύγει τη φυσική ανοσία του οργανισμού.
Το στέλεχος αυτό ονομάστηκε B.1.526 και διαπιστώθηκε μία σταδιακή αύξηση της επίπτωσης του από τα τέλη Δεκεμβρίου έως και τα μέσα Φεβρουαρίου, φτάνοντας σε ποσοστό 12,7% τις τελευταίες δύο εβδομάδες.
Είναι σύνηθες να μεταλλάσσονται οι ιοί και πολλά στελέχη κορωνοϊών έχουν εντοπιστεί κατά την πορεία της πανδημίας.
Το στέλεχος αυτό έχει την ίδια μετάλλαξη (Ε484Κ) με το στέλεχος της Νότιας Αφρικής (Β.1.526), που του επιτρέπει να διαφεύγει σε κάποιο βαθμό από την προστασία που παρέχουν τα εμβόλια και τη φυσική ανοσία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ταυτόχρονα ένα άλλο στέλεχος, το Β.1.427/Β.1.429, εμφανίζεται όλο και συχνότερα στην περιοχή της Καλιφόρνια, το οποίο φαίνεται να είναι περισσότερο μεταδοτικό και να προκαλεί πιο σοβαρή νόσο, με τα δεδομένα αυτά να είναι ακόμη πρώιμα.
Το στέλεχος αυτό δεν υπήρχε τον Σεπτέμβριο και φαίνεται να υπάρχει στα μισά δείγματα τεστ στην Καλιφόρνια έως τα τέλη Ιανουαρίου.
Έχει ένα διαφορετικό μοτίβο μεταλλάξεων από τα άλλα στελέχη, με την πιο σημαντική να είναι η μετάλλαξη L452R που επηρεάζει την πρωτεΐνη spike διευκολύνοντας τον ιό να προσδένεται στα κύτταρα.
Τα δεδομένα των ερευνητών δείχνουν ότι αυτή είναι η κομβική μετάλλαξη που καθιστά τον ιό πιο μολυσματικό.
Ωστόσο, ασθενείς που έφεραν τη συγκεκριμένη μετάλλαξη, είχαν πιο σοβαρή νόσο και χρειάστηκαν μεγαλύτερη υποστήριξη με οξυγόνο.
Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν 1881 κρούσματα του στελέχους Β1.1.7 (στέλεχος του Ηνωμένου Βασιλείου), και 46 κρούσματα του στελέχους Β.1.351 (Νοτιοαφρικάνικο στέλεχος).
Στις επόμενες εβδομάδες θα εγκριθούν τεστ τα οποία θα μπορούν να προσδιορίσουν ολόκληρο το γονιδίωμα του ιού και θα ενημερώνουν έτσι τους γιατρούς και τους ασθενείς, για το αν έχουν προσβληθεί από κάποιο μεταλλαγμένο στέλεχος.