Σε μία χρονική στιγμή κομβικής σημασίας, όχι μόνο για το σύστημα υγείας, αλλά και για την ίδια τη χώρα, σύσσωμος ο κλάδος του φαρμάκου εκφράζει την ανησυχία του για την επιδείνωση των συνθηκών στο φάρμακο και την πεποίθηση ότι το 2020 θα πρέπει επιτέλους να διασφαλιστεί ένα ισχυρό, βιώσιμο και ασθενοκεντρικό Εθνικό Σύστημα Υγείας και μια Φαρμακευτική πολιτική, προς όφελος του ασθενή και της ελληνικής οικονομίας.
Η φετινή Γενική Συνέλευση διεξάγεται ενώ η πανδημία του κορωνοϊου είναι σε εξέλιξη και φέρνει αντιμέτωπες με σημαντικές προκλήσεις πρακτικά όλες τις χώρες του κόσμου.
Οι Κυβερνήσεις επαναπροσδιορίζουν τα κονδύλια για την υγεία και το ίδιο πρέπει να κάνει και η Ελλάδα.
Η πανδημία της COVID-19 και οι επιπτώσεις που επέφερε, έρχονται να προστεθούν στα χρόνια προβλήματα του κλάδου του φαρμάκου στην Ελλάδα, που τώρα γίνονται ακόμα πιο έντονα.
Η κλειστή φαρμακευτική δαπάνη, που δεν επαρκεί να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της χώρας, οι υπέρογκες άμεσες κι έμμεσες επιβαρύνσεις, το ανεξέλεγκτο ύψος του clawback, η έλλειψη προβλεψιμότητας και σταθερότητας, η καθυστέρηση εισαγωγής νέων φαρμάκων στη χώρα, απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα των εταιριών του κλάδου και την πρόσβαση των ασθενών σε νέες, αλλά και υπάρχουσες καταξιωμένες θεραπείες.
Τέλος, τα επιδεινούμενα δημογραφικά δεδομένα, με τη διαχρονική αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού και των χρονίως πασχόντων, αλλά και η προσδοκία για έλευση ενός εμβολίου ή/και θεραπείας για την COVID-19, συνεπάγονται και αυξημένη ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση σε δαπάνες υγείας και φαρμακευτική κάλυψη.
Η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη για το 2019 θα φτάσει στα €3,9 δισ., εκ των οποίων μόλις το €1,945 εκατ. αποτελεί δημόσια χρηματοδότηση, ενώ το υπόλοιπο ποσό βαραίνει κυρίως τις φαρμακευτικές εταιρίες και τους ασθενείς.
Η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι ακόμα χειρότερη και εκεί η φαρμακοβιομηχανία συνεισφέρει όσα και το κράτος αφού οι ασθενείς δεν έχουν καμία συμμετοχή στη νοσοκομειακή δαπάνη.
Παρ’ όλα αυτά υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας δεν επηρέασε την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες τους μέχρι σήμερα, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρίες, μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων κι επιστροφών (clawback και rebates), απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος της υπέρβασης.
Οι εκτιμήσεις για το συνολικό ποσό της υπερφορολόγησης των φαρμακευτικών επιχειρήσεων για το 2020 αγγίζουν τα €2 δισ, σε σύγκριση με το €1,8 δισ. για το 2019!
Η έως τώρα εφαρμοζόμενη πολιτική για το φάρμακο όχι μόνο απειλεί την ίδια την ύπαρξη των φαρμακευτικών εταιριών, αλλά και της Δημόσιας Υγείας και αποτελεί και βασικό εμπόδιο στην περαιτέρω συμβολή του κλάδου στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η ύπαρξη του μηχανισμού του clawback και ο ηθικός κίνδυνος που προκαλεί αναφέρεται σε 3 διαδοχικές Εκθέσεις της Επιτροπής Ενισχυμένης Εποπτείας.
Τώρα είναι η ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί το Σύστημα Υγείας και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της δημόσιας φαρμακευτικής περίθαλψης:
1) Με επαναπροσδιορισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας μας και τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού,
2) Με εξαίρεση των εμβολίων από τη φαρμακευτική δαπάνη και δημιουργία ξεχωριστού λογαριασμού για την πρόληψη (€ 200 εκατ.).
Η επικείμενη έλευση εμβολίου για την COVID-19 στο προσεχές έτος καθιστά επιτακτική ανάγκη τη δημιουργία χωριστού, πρόσθετου κονδυλίου για τον εμβολιασμό,
3) Με την άρση των εμποδίων για την πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες, στα νέα φάρμακα και εμβόλια (και για την COVID-19), όπως το τέλος εισόδου 25% για τα νέα φάρμακα και οι αγκυλώσεις/καθυστερήσεις στην εισαγωγή νέων φαρμάκων (ορθή και γρήγορη λειτουργία Επιτροπής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας και Επιτροπής Διαπραγμάτευσης).
Με απόλυτη συναίσθηση του ρόλου μας, ως υπεύθυνου κοινωνικού εταίρου, καταθέσαμε πρόσφατα την πρόταση του ΣΦΕΕ προκειμένου να αποκτήσουμε ένα ισχυρό Εθνικό Σύστημα Υγείας και μια Φαρμακευτική Πολιτική, που θα σέβεται τον ασθενή και θα έχει θετική συμβολή στην Ελληνική οικονομία.
Η πρότασή μας είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης, αλλά και της μακράς εμπειρίας μας, ενώ λαμβάνει υπόψη της τα διεθνή και τα ελληνικά δεδομένα.
Συνιστά ένα συνεκτικό πλέγμα ρεαλιστικών και ολοκληρωμένων προτάσεων που συμπυκνώνονται σε 7 πυλώνες δράσεων:
1. Τον επαναπροσδιορισμό του Φαρμακευτικού Προϋπολογισμού ο οποίος – και με τα νέα δεδομένα- είναι ανεπαρκής και δεν καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες της χώρας.
2. Την ενίσχυση των προσπαθειών για την αύξηση της αποτελεσματικότητας, ως αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να αποκτήσουμε ένα ορθολογικό και αποδοτικό Δημόσιο Σύστημα Υγείας.
3. Την επαναξιολόγηση του μηχανισμού επιστροφών (clawback), του οποίου το συνεχώς και ανεξέλεγκτα αυξανόμενο ύψος αποτελεί βασική απειλή της βιωσιμότητας του συστήματος.
4. Την ενίσχυση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες.
5. Την αναπτυξιακή διάσταση του κλάδου και την προώθηση των επενδύσεων.
6. Την περαιτέρω αξιοποίησή των ψηφιακών τεχνολογιών στη λειτουργία και διακυβέρνηση όλων των οργανισμών που εμπλέκονται στην αλυσίδα αξίας της ελληνικής υγειονομικής περίθαλψης.
7. Την προώθηση ενός ισχυρού πλαισίου συνεργασίας φαρμακοβιομηχανίας-Πολιτείας για την προαγωγή της κοινωνικής υπευθυνότητας και αλληλεγγύης.
Το μήνυμά μας προς την Πολιτεία είναι απλό και σαφές:
Η συνεισφορά του κλάδου μας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,9 δισεκ. (3,7% του ΑΕΠ) το 2018.
Για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα €3,1 στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Καλούμε την κυβέρνηση να εφαρμόσει μια βιώσιμη ασθενοκεντρική φαρμακευτική πολιτική, να αναγνωρίσει τη σημαντική αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου μας, να θεσπίσει συνυπευθυνότητα στην υπέρβαση της δαπάνης και να μας επιτρέψει να συμβάλλουμε στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας, στην αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης.