Καζάνι που βράζει θυμίζει ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας εξαιτίας των “άδικων μνημονιακών μέτρων”, όπως τα χαρακτηρίζουν οι ίδιοι οι επικεφαλής των εταιριών.
Οι αρνητικές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις φέτος ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενώ το μέτρο των υποχρεωτικών επιστροφών clawback -που σύμφωνα με εκτιμήσεις θα αγγίξει το 33 έως 35%- έχει ζαλίσει τους επιχειρηματίες, οι οποίοι βλέπουν να χαρίζουν στο κράτος σχεδόν το 1 στα 2 νοσοκομειακά φάρμακα.
Η κατάσταση υποστηρίζουν ότι είναι αδιέξοδη, τόσο για την επιχειρηματικότητα, όσο και για το ίδιο το μέλλον του τομέα Υγείας, παρά την πανηγυρική για την κυβέρνηση “έξοδο από τα Μνημόνια”.
Οι σοβαροί προβληματισμοί για το μέλλον της ελληνικής και ξένης φαρμακοβιομηχανίας, αλλά και την πορεία της Υγείας εν γένει, εκφράστηκαν σε πρόσφατο Συνέδριο που διεξήχθη στην Αθήνα, στο οποίο επιστήμονες και στελέχη επιχειρήσεων παρέθεσαν στοιχεία που αποδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) Μάρκο Ολλανδέζο, οι μειώσεις τιμών των φαρμάκων από το 2009 – 2018 κυμάνθηκαν στο 23,8% (σκευάσματα εντός πατέντας), στο 32,4% (εκτός πατέντας) και στο 74,5%, (γενόσημα), όμως, χωρίς ταυτόχρονα να αυξηθούν οι πωλήσεις, οδηγώντας τις επιχειρήσεις σε αδιέξοδο.
Οσο για τις υποχρεωτικές επιστροφές;
Αυτές εκτιμάται ότι φέτος θα αγγίξουν “ταβάνι”, καθώς εμφανίζουν αυξητικές τάσεις από χρονιά σε χρονιά.
Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2012 κυμάνθηκαν στο 9,5% επί της πραγματικής δαπάνης, το 2014 έφτασαν το 16%, το 2016 άγγιξαν το 27,6%, ενώ φέτος στο αδιανόητο -κατά τη φαρμακοβιομηχανία- 33-35%, το οποίο μεταφράζεται σε 1,1 δισεκ.ευρώ, καθώς ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ είναι κλειστός και αδυνατεί να καλύψει τις υφιστάμενες ανάγκες.
Ο κ. Ολλανδέζος έκανε λόγο για την ανάγκη δικαιότερου επιμερισμού του clawback, μέσω του επιμερισμού του ενιαίου κλειστού προϋπολογισμού ανά θεραπευτική κατηγορία, μέτρο το οποίο εξετάζει, ήδη, η κυβέρνηση, ενώ ως προς το θέμα της τιμολόγησης, ο κ. Ολλανδέζος τόνισε την ανάγκη να τεθούν ελάχιστα όρια ανατιμολόγησης για τη διασφάλιση της κυκλοφορίας των παλαιότερων καταξιωμένων φαρμάκων, καθώς «σήμερα αποδεκατίζονται λόγω του συνδυασμού των υπερβολικών μειώσεων τιμών και των δυσβάστακτων υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών».
Το περίγραμμα της νέας Φαρμακευτικής Πολιτικής έδωσε από το βήμα του συνεδρίου ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας Γιώργος Γιαννόπουλος, ο οποίος εξήγγειλε για το 2019 ενίσχυση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης κατά 45 εκατ. ευρώ (βάσει της σύνδεσης του προϋπολογισμού με το ΑΕΠ), που θα μειώσει το clawback.
Διαφοροποιήσεις, επίσης, αναμένονται στη διαδικασία της τιμολόγησης αυτής καθαυτής.
Όπως ανέφερε ο κ. Γιαννόπουλος, εξετάζονται τα σενάρια: η τιμολόγηση να γίνεται βάσει ενός καλαθιού χωρών-μελών της Ευρωζώνης (χωρίς να διευκρινίζει ποιες κατηγορίες φαρμάκων θα αφορά), η θέσπιση κατώτερης τιμής βάσει τους κόστους ημερήσιας θεραπείας και η επικαιροποίηση 10 πρωτοκόλλων από τα 51 που έχουν ανέβει στην ηλεκτρονική πλατφόρμα συνταγογράφησης.
Ξεκαθάρισε, πάντως, ότι οι όποιες αλλαγές δεν πρόκειται να συνοδευτούν από αύξηση της Φαρμακευτικής Δαπάνης και ότι το πλαφόν θα παραμείνει στα 1.945 δισ. ευρώ.
Ο αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ και διευθύνων σύμβουλος της Merck Γιάννης Βλόντζος τόνισε ότι μία από τις επιπτώσεις της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης στη χώρα μας είναι και η μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης και παρέθεσε στοιχεία για την κατά κεφαλήν φαρμακευτική κατανάλωση, που στην Ελλάδα κυμαίνεται στα 180 ευρώ, τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι στα 290 ευρώ.
Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε και νέα έρευνα για το σύστημα υγείας, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ΙΣΑ από την εταιρεία Alco, η οποία αποκάλυψε ότι ο 1 στους 2 Έλληνες δεν μπορεί να καλύψει τις δαπάνες για την υγεία του.
Ιωάννα Σουλάκη, Δημοσιογράφος Υγείας