Από τους βοτανολόγους στην Αφρική που συλλέγουν φυτά για καταπλάσματα, μέχρι τους βελονιστές στην Κίνα που χρησιμοποιούν βελόνες για την αντιμετώπιση ημικρανιών και τους Ινδούς γιόγκι που ασκούν τον διαλογισμό, οι παραδοσιακές θεραπείες δείχνουν όλο και συχνότερα ότι μπορούν να αποδώσουν, σύμφωνα με αξιωματούχο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Η παραδοσιακή ιατρική, που για δεκαετίες αντιμετωπιζόταν με σκεπτικισμό λόγω έλλειψης επιστημονικών δεδομένων, θα μπορούσε να επανεκτιμηθεί μέσα από νέες επενδύσεις και τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, όπως επισημαίνει η δρ Σιάμα Κουρουβίλα, επικεφαλής του Παγκόσμιου Κέντρου Παραδοσιακής Ιατρικής του ΠΟΥ.
Νωρίτερα φέτος, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν ότι ο ΠΟΥ θα υιοθετήσει μια νέα παγκόσμια στρατηγική για την παραδοσιακή ιατρική για την επόμενη δεκαετία. Η στρατηγική αυτή στοχεύει στην αξιοποίηση της συμβολής της παραδοσιακής, συμπληρωματικής και ολοκληρωμένης ιατρικής (TCIM) στην υγεία και την ευεξία, με βάση επιστημονικά τεκμήρια.
Το σχέδιο περιλαμβάνει τη δημιουργία ισχυρής βάσης αποδεικτικών στοιχείων για τις παραδοσιακές πρακτικές, τη ρύθμιση των θεραπειών και των επαγγελματιών, καθώς και –όπου είναι εφικτό– την ένταξή τους στη συμβατική βιοϊατρική περίθαλψη. «Είναι εξαιρετικά συναρπαστικό», δηλώνει η Κουρουβίλα. «Δεν λέμε ότι γνωρίζουμε ήδη τι λειτουργεί και τι όχι σε μεγάλη κλίμακα, αλλά υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία να το ανακαλύψουμε τώρα».
Η παραδοσιακή ιατρική περιλαμβάνει συστήματα υγείας και ευεξίας που προϋπήρχαν της σύγχρονης βιοϊατρικής, από τα απλά αφεψήματα βοτάνων έως το ινδικό ιατρικό σύστημα της Αγιουρβέδα. Πολλές από αυτές τις πρακτικές, αιώνων, έχουν «τεράστια δυναμική» και πλέον μπορούν να μελετηθούν με νέους τρόπους, χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη, τη γονιδιωματική και τις σύγχρονες απεικονιστικές τεχνικές του εγκεφάλου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ταϊλάνδη, όπου οι ερευνητές καταγράφουν συστηματικά τις παραδοσιακές πρακτικές και διεξάγουν μελέτες, ώστε ορισμένα φυτικά σκευάσματα να ενταχθούν στη λίστα βασικών φαρμάκων της χώρας. Τον Μάιο, το υπουργείο Υγείας της Ταϊλάνδης συνέστησε στους γιατρούς να αντικαταστήσουν ορισμένα βιοϊατρικά φάρμακα με παραδοσιακές θεραπείες για παθήσεις όπως οι μυϊκοί πόνοι και η δυσκοιλιότητα.
Πάντως, υπήρξαν ανησυχίες ότι η στρατηγική του ΠΟΥ θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο σε μη επιστημονικές πρακτικές, όπως η ομοιοπαθητική. Ωστόσο, η Κουρουβίλα ξεκαθαρίζει ότι η ομοιοπαθητική δεν εμπίπτει στον ορισμό της παραδοσιακής ιατρικής του ΠΟΥ, καθώς εμφανίστηκε μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα και δεν διαθέτει επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση.
«Το βασικό μας κριτήριο είναι τα αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα, ιδίως για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα», υπογραμμίζει. «Αν αυτά δεν υπάρχουν, ο ΠΟΥ δεν μπορεί να υποστηρίξει μια πρακτική – είτε πρόκειται για βιοϊατρική είτε για παραδοσιακή ιατρική».
Σύμφωνα με έρευνες του ΠΟΥ, στις περισσότερες χώρες οι υπηρεσίες παραδοσιακής και συμπληρωματικής ιατρικής δεν εντάσσονται στο επίσημο σύστημα υγείας και πληρώνονται απευθείας από τους ασθενείς, συχνά χωρίς επαρκείς ελέγχους ποιότητας, παρά το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά δημοφιλείς.
«Η μη ενασχόληση δεν ήταν επιλογή», τονίζει η Κουρουβίλα, αναφερόμενη και στη ραγδαία ανάπτυξη της παγκόσμιας βιομηχανίας ευεξίας, αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που περιλαμβάνει από στούντιο γιόγκα έως διατροφικά συμπληρώματα.

Οι νέες επιστημονικές μέθοδοι επιτρέπουν πλέον τη μελέτη της παραδοσιακής ιατρικής με τρόπους που στο παρελθόν δεν ήταν εφικτοί. Η γονιδιωματική μπορεί να αποκαλύψει νέες ιδιότητες φυτών, ενώ οι σύγχρονες απεικονίσεις εγκεφάλου καταγράφουν μεταβολές σε άτομα που ασκούν διαλογισμό.
«Ο διαλογισμός θεωρούνταν κάποτε κάτι ασαφές και μη επιστημονικό, όμως σήμερα βλέπουμε αλλαγές στα εγκεφαλικά κύματα μέσω της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας. Μπορούμε πλέον να ανιχνεύσουμε τις διαδρομές που οδηγούν σε μετρήσιμες αλλαγές στην υγεία, και αυτό είναι πραγματικά εντυπωσιακό», σημειώνει.
Αυτή την εβδομάδα, ο ΠΟΥ εγκαινίασε μια νέα στρατηγική τεχνική συμβουλευτική ομάδα για την παραδοσιακή ιατρική, στο πλαίσιο παγκόσμιας συνόδου στην Ινδία. «Πρόκειται για μια κρίσιμη στιγμή για την παραδοσιακή ιατρική, η οποία αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς και της εθνικής ταυτότητας των συστημάτων υγείας», δήλωσε η δρ Γιουκίκο Νακατάνι, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΠΟΥ.
Στόχος, σύμφωνα με την Κουρουβίλα, είναι να δημιουργηθεί «μια γέφυρα» ανάμεσα στην παραδοσιακή ιατρική και τη βιοϊατρική, με κοινό παρονομαστή την επιστημονική τεκμηρίωση και την ασφάλεια των ασθενών.
Η παραδοσιακή ιατρική θα μπορούσε να αποτελέσει έναν «θησαυρό», καθώς εκατομμύρια επαγγελματίες σε όλο τον κόσμο –πολλοί εκ των οποίων διαθέτουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και εργάζονται σε κλινικές, ιδιαίτερα στην Κίνα και την Ινδία– θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας έλλειψης υγειονομικού προσωπικού και στην καθολική κάλυψη υγείας.
Σε μια περίοδο περικοπών στη διεθνή βοήθεια, η παραδοσιακή ιατρική θα μπορούσε να ενισχύσει την αυτάρκεια των χωρών και τη συνεργασία μεταξύ τους. Ο κίνδυνος, όπως προειδοποιεί η Κουρουβίλα, είναι να χαθεί η ευκαιρία αξιοποίησης αυτής της κοινής παγκόσμιας κληρονομιάς με τρόπο ασφαλή και επωφελή για την υγεία των ανθρώπων και του πλανήτη.

