Κατά τον διάλογο με τον ασθενή, η απόσταση μεταξύ αυτού και του ιατρού συχνά παίζει καθοριστικό ρόλο αφού η μεγάλη απόσταση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η συνομιλία να ακούγεται από ασθενείς που βρίσκονται στο ιατρείο και συνεπώς να μη διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα του διαλόγου, κάνοντας τον ασθενή να νιώθει άβολα.
Επίσης, η πολύ κοντινή απόσταση, αφενός μεν δηλώνει την προσπάθεια για απόλυτη εχεμύθεια, αφετέρου όμως συνιστά παραβίαση του προσωπικού ζωτικού χώρου του ασθενή και ενδέχεται να δημιουργήσει δυσφορία και αμηχανία στον ασθενή και τον αναγκάσει να απομακρυνθεί ώστε να δημιουργήσει ο ίδιος την κατάλληλη απόσταση.
Το μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνίας εκφράζεται μέσω της γλώσσας του σώματος αφού για να θεωρηθεί γνήσιο το ενδιαφέρον προς τους ασθενείς, απαιτείται να υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στα λεγόμενα και τη γλώσσα του σώματος του γιατρού.
Ο γιατρός οφείλει να γνωρίζει πως να διαχειρίζεται τόσο τη δική του στάση σώματος όσο και να παρατηρεί, να αποκωδικοποιεί και να απαντά κατάλληλα σε όσα εκφράζονται από τη στάση του σώματος του ασθενή.
Υπάρχει ποικιλία στους τρόπους με τους οποίους ένας γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του σώματος ώστε να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας και να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για τον ασθενή του.
Η διατήρηση της οπτικής επαφής κατά τη συνομιλία του μαζί του, η ήρεμη στάση του σώματος του, καθώς και η κάμψη αυτού προς την πλευρά του, βοηθά τον ασθενή να νιώσει οικεία.
Τα χέρια του δεν πρέπει να είναι στις τσέπες, ούτε σταυρωμένα, τα πόδια του πρέπει να έχουν κατεύθυνση προς τον ασθενή, ενώ οι κινήσεις του κεφαλιού και το χαμόγελο ενθαρρύνουν τον ασθενή να δίνει προσοχή και να απαντά στα ερεθίσματα που δέχεται.
Από την πλευρά του ασθενή πάλι πολλά από αυτά που σκέπτεται και αισθάνεται αποκαλύπτονται από τη δική του στάση σώματος.
Το αν διατηρεί ή όχι οπτική επαφή με το γιατρό κατά τη συναλλαγή ή ακόμα και το πόσο έντονα κοιτά, οι εκφράσεις του προσώπου του, όπως για παράδειγμα οι κινήσεις των φρυδιών, η συνοφρύωση, το χαμόγελο, μπορούν να αποκαλύψουν το βαθμό που αντιλαμβάνεται όσα ακούει, καθώς και τα συναισθήματά του όπως χαρά, λύπη, ανησυχία, εκνευρισμό.
Ο γιατρός παράλληλα με τη στάση του σώματος,απαιτείται να χρησιμοποιήσει και τον προφορικό λόγο προκειμένου να επαληθεύσει αν είναι σωστές οι υποθέσεις του σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ασθενείς του.
Η εμφάνιση είναι αυτό που κάνει μια πρώτη καλή εντύπωση αφού όταν ένας ασθενής εισέρχεται στο ιατρείο και βλέπει για πρώτη φορά τον γιατρό, είναι απόλυτα λογικό να αρχίσει να κάνει διάφορες υποθέσεις ειδικά όταν ο γιατρός έχει προσεγμένη εμφάνιση, είναι καθαρός, περιποιημένος και ντυμένος με απλά ρούχα συνεπώς αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε σχέση με αυτόν που είναι ατημέλητος ενώ επιπλέον είναι απαραίτητο ο γιατρός να φορά τη λευκή ποδιά του.
Ακόμη η εμπιστοσύνη κατέχει εξέχουσα θέση στο χώρο της υγείας διότι ως έννοια εμπεριέχει την αβεβαιότητα των ασθενών και τον κίνδυνο που αυτοί αισθάνονται ότι διατρέχουν συνεπώς η επίτευξη και διατήρησή της θεωρείται σημαντική, εξαιτίας των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν.
Η εμπιστοσύνη έχει άμεσο θεραπευτικό αποτέλεσμα, ενώ υπάρχουν και στοιχεία που αποδεικνύουν την έμμεση επιρροή της εμπιστοσύνης στην ικανοποίηση των πελατών, στη συμμόρφωση με τις θεραπευτικές οδηγίες, στη διατήρηση της σχέσης με τον γιατρό, καθώς και στην ενθάρρυνση τους να αποκαλύψουν περισσότερες πληροφορίες, ώστε να επιτευχθεί έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση αφού υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης έχουν συνδεθεί με αποδοχή της προτεινόμενης θεραπείας από τους ασθενείς, με μειωμένη ανησυχία κατά τη θεραπεία, και με καλύτερη συμμόρφωση με τη θεραπευτική αγωγή.
Οι ασθενείς που δείχνουν εμπιστοσύνη φαίνεται ότι είναι περισσότερο αφοσιωμένοι στον γιατρό τους και τον προτείνουν ανεπιφύλακτα για την καλή εξυπηρέτηση, και κατ’ επέκταση διαφημίζουν το ιατρείο στον κοινωνικό τους περίγυρο.
Η εμπιστοσύνη καλλιεργείται όταν υπάρχει σεβασμός στη γνώμη των ασθενών, όταν αυτή λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και όταν οι επιστήμονες μοιράζονται τις πληροφορίες που έχουν αποκτήσει για τη φύση της νόσου με τους ασθενείς.
Οι επικοινωνιακές δεξιότητες του γιατρού θεωρούνται σημαντικές για την εδραίωση της εμπιστοσύνης στη θεραπευτική σχέση.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό η εξατομικευμένη προσέγγιση κάθε ασθενή, με σεβασμό στις ιδιαίτερες προσδοκίες και τις ανησυχίες του, σε συνδυασμό με την επιδίωξη της αποτελεσματικής επικοινωνίας φαίνεται να αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Η επένδυση του απαραίτητου χρόνου στη θεραπευτική σχέση αποδίδει την αντίστοιχη εμπιστοσύνη από την πλευρά του ασθενή.
Στα πλαίσια της ασθενοκεντρικής θεραπευτικής αντίληψης, οι ασθενείς γίνονται πιο ενεργητικοί, και από παρατηρητές της θεραπευτικής διαδικασίας, ενημερώνονται για τις θεραπευτικές επιλογές που έχουν, παίρνοντας αποφάσεις για τη θεραπεία τους.