Απογοήτευση επικρατεί στον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς -παρά την έξοδο από την επιτροπεία των Μνημονίων, με την οποία η κυβέρνηση επιχειρεί να ανασκευάσει το βαρύ κλίμα του καλοκαιριού και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις- δεν αναμένεται να πάρει τη βαθιά ανάσα που επιθυμεί, από το 2010 και μέχρι σήμερα.
Η απαλλαγή του κλάδου από τις δυσβάσταχτες υποχρεωτικές επιστροφές -παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις- δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, καθώς το clawback τουλάχιστον, ήρθε για να … μείνει μέχρι το 2022.
Το ίδιο, όπως όλα δείχνουν θα συμβεί με τους κλειστούς προϋπολογισμούς του ΕΟΠΥΥ, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια δεν αναμένεται να υπερβούν σημαντικά τα 2 δις ευρώ.
Παρά το γεγονός της τυπικής απελευθέρωσης του πλαφόν στις δαπάνες για την Υγεία, που προκύπτει από το τέλος των Μνημονίων, η δημοσιονομική πραγματικότητα, όπως όλοι εκτιμούν, τα επόμενα -επίσης δύσκολα χρόνια για τη χώρα μας- μάλλον θα διαψεύσει και τους πιο αισιόδοξους.
Στο ήδη επιβαρυμένο επενδυτικά περιβάλλον, έρχεται να προστεθεί και η επικείμενη εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης καινοτόμων θεραπειών (ΗΤΑ), η οποία θα βαρύνει με τέλος εισόδου 25% τις νέες θεραπείες, αλλά και θα καθυστερήσει με περίπλοκες παραμέτρους και γραφειοκρατικά προσκόμματα την εισαγωγή νέων φαρμάκων.
Πρόκειται για την επόμενη μεγάλη πρόκληση και ταυτόχρονα διακύβευμα, στο οποίο η φαρμακοβιομηχανία θα προσπαθήσει να “τα δώσει όλα” για να περιορίσει τις απώλειες.
Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, πάντως, έχουν φροντίσει να καταστήσουν σαφές στο Υπουργείο Υγείας, ότι καινοτόμες θεραπείες με συνολική έκπτωση έως και 60 ή 70% (με τον συνυπολογισμό και των υποχρεωτικών επιστροφών) δεν πρόκειται να εισαχθούν στη χώρα μας.
Τελεσίγραφο, το οποίο αν υλοποιηθεί, αναμένεται να προκαλέσει ανωμαλίες και αναταραχή στους κόλπους των ασθενών μέσα στους επόμενους μήνες.
Με το βλέμμα στη ΔΕΘ
Με το βλέμμα στραμμένο στη Διεθνή ‘Εκθεση Θεσσαλονίκης, όλοι οι εμπλεκόμενοι με την Υγεία φορείς στη χώρα μας, αναμένουν τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.
Ανακοινώσεις που, όσο κι αν φιλοδοξούν να φέρουν έναν άνεμο αισιοδοξίας, στην κατεύθυνση του “Βγήκαμε από τα Μνημόνια-η Ελλάδα θα μετατραπεί σε υγειονομικό και επενδυτικό παράδεισο”, φαίνεται ότι δεν θα πείσουν κανέναν.
Τόσο τους εργαζόμενους (γιατρούς και νοσηλευτές) σε ΕΣΥ και ΕΟΠΥΥ, όσο και τα στελέχη των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας που επενδύουν στον τομέα της Υγείας.
Πάνω απ’όλα, όμως, δεν πείθουν τους ίδιους τους καταναλωτές της Υγείας, δηλαδή τους ασθενείς, που βλέπουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους να αυξάνονται και ταυτόχρονα την τσέπη τους να “ξεφουσκώνει”, από δαπάνες υγείας που είναι αναγκασμένοι να καταβάλλουν από τα πενιχρά εισοδήματα ή τις πετσοκομμένες συντάξεις τους.
Τους πολίτες που ακόμη και σήμερα, δεν έχουν δει πρωτοβάθμια περίθαλψη ή αναγκάζονται να κουβαλούν αναλώσιμα είδη από το…σπίτι τους, για να καλύψουν τις κακοδαιμονίες του ΕΣΥ.
Κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ, λοιπόν, όσο κι αν ο πρωθυπουργός επιχειρήσει να βάλει θετικό πρόσημο σε θέματα που αφορούν την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, την αύξηση (;!) της χρήσης των γενοσήμων και το “άνοιγμα” των σκανδάλων, η πραγματικότητα λέει, ότι η λαίλαπα των Μνημονίων πέρασε με τόση ορμή πάνω από την “Υγεία”, που θα χρειαστούν, όχι λίγοι μήνες, αλλά πολλά-πολλά χρόνια για να καταφέρει να συνέλθει από τις επιπτώσεις της σαρωτικής υποβάθμισης.