Ο Καθηγητής David Haslam, πρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Φροντίδας (NICE) που εδρεύει στο Λονδίνο, παραπέμπει στις πρώτες του ημέρες το ιατρικό επάγγελμα, τέσσερις δεκαετίες πριν, όπου άλλοτε έβλεπε την ιατρική περίθαλψη να ασκείται με μεγάλη ενσυναίσθηση προς τον ασθενή κι άλλοτε να ασκείται αδιάφορα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «οι παλιές καλές μέρες» στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου καλές.
Αν ήδη στο παρελθόν, υπήρχαν σημάδια έλλειψης συμπόνιας για τον άνθρωπο ασθενή, όταν η κοινωνία ήταν πολύ λιγότερο τεχνολογικά προσανατολισμένη και οι πιέσεις δεν ήταν τόσο υψηλές, μπορούμε σήμερα να περιμένουμε να βρίσκεται η ενσυναίσθηση στο επίκεντρο της ιατρικής περίθαλψης;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι θετική, μπορεί και πρέπει να είναι θετική.
Η ενσυναίσθηση στο χώρο της φροντίδας της υγείας δεν μπορεί να είναι «προαιρετική».
Πράγματι, οι μικρές πράξεις καλοσύνης και κατανόησης και η ιδιαίτερη προσοχή που δίνεται στις βασικές ανάγκες του ασθενή, οδηγεί στην ταχύτερη ανάρρωσή του.
Στο κάτω κάτω όλοι μας είμαστε εν δυνάμει ασθενείς και θα πρέπει να σκεφτούμε πώς θα θέλαμε να αντιμετωπίσουν εμάς σε περίπτωση ασθένειας, όταν θα βρισκόμαστε στις πιο ευάλωτες μέρες μας.
Τι Είναι η Ενσυναίσθηση;
Η ενσυναίσθηση είναι μια έννοια δύσκολη στον ορισμό της, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να την περιγράψει κανείς.
Οι περισσότεροι από εμάς συμφωνούμε ότι η ενσυναίσθηση είναι ένας όρος που περιλαμβάνει αρετές όπως η συμπάθεια, η συμπόνια, η διαίσθηση και το σημαντικότερο, αναγνωρίζουμε ότι αυτό συνεπάγεται κάποιου είδους «δράσης» που θα βοηθήσει στην ανακούφιση του πόνου του άλλου.
Ενσυναίσθηση δεν σημαίνει μόνο συναισθάνομαι, σημαίνει επίσης «κάνω κάτι γι’ αυτό».
Η έννοια της ενσυναίσθησης, το να μπορεί δηλαδή κάποιος να συναισθάνεται τον σωματικό ή ψυχικό πόνο του άλλου και να προσπαθεί να τον ανακουφίσει είναι πολύ βασική για κάποιον όταν πρωτοεισέρχεται στο ιατρικό επάγγελμα.
Στη συνέχεια όμως, μπορεί ο Ιατρός να μην αισθάνεται συμπόνια ή μπορεί και να την κρύβει και αυτό να συμβαίνει για διάφορους λόγους.
Μερικοί από τους πιο συνηθισμένους λόγους είναι η έλλειψη χρόνου για την ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων φροντίδας, η απώλεια της αίσθησης της προσωπικής ευθύνης, όταν στη θεραπεία του ασθενούς εμπλέκονται πολλοί Ιατροί, η γρήγορη διάγνωση που δεν οδηγεί σε ιατρική παρακολούθηση του ασθενή (ιδιαίτερα για τη Γενική Ιατρική),αλλά και υπεραπασχόληση του σημερινού Ιατρού, ο οποίος καλείται να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν το φαινόμενο της έλλειψης ενσυναίσθησης και όπως τονίζει ο ίδιος η ικανότητα αυτή μπορεί να χαθεί ήδη στη διάρκεια της κλινικής εκπαίδευσης.
Οι εκπαιδευόμενοι Ιατροί μπορεί να φοβούνται ότι αν συμπάσχουν με τους ασθενείς τους πολύ γρήγορα θα οδηγηθούν σε συναισθηματική κόπωση.
Βέβαια, η συναισθηματική κόπωση όπως και το σύνδρομο της εργασιακής εξουθένωσης (burnout) είναι φαινόμενα που συναντάμε όλο και πιο συχνά στον ιατρικό χώρο και μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε αυτήν την έλλειψη ενσυναίσθησης που αναλύσαμε παραπάνω.
Για το λόγο αυτό, οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή και στη δική τους υγεία και να φροντίζουν τους συναδέλφους τους Ιατρούς, όταν αναγνωρίζουν σε εκείνους συμπτώματα εργασιακής εξουθένωσης.
Ποια Είναι η Λύση;
Η ενσυναίσθηση μοιάζει να χάνεται όλο και περισσότερο από τον ορίζοντα της ιατρικής πρακτικής.
Θα ήταν άραγε λύση να εισαχθεί ένα σχετικό υποχρεωτικό μάθημα στο πρόγραμμα σπουδών των υποψήφιων Ιατρών και νοσηλευτών;
Ο δημόσιος διάλογος για το αν και κατά πόσο η ενσυναίσθηση μπορεί να διδαχθεί στα πανεπιστήμια, παραμένει ανοιχτός εδώ και πολλά χρόνια.
Το παραπάνω ερώτημα αποτελεί ένα από τα πιο βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα που ξεκινάει από τη φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα.
Ο Σωκράτης υποστήριζε ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί, ενώ ο Πρωταγόρας έλεγε ότι ο καθένας μπορεί να διδάξει τις αρετές.
Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην γενικότερη καλλιέργεια του ιατρικού προσωπικού για να ενισχύσουμε αρετές όπως η ενσυναίσθηση και η συμπόνια.
Οι Ιατροί, όπως και οι νοσηλευτές, έχουν στα αλήθεια πολλά πράγματα να μάθουν από τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τέχνες που θα τους βοηθήσουν να φανταστούν τη ζωή των άλλων, να κατανοήσουν και να έρθουν πιο κοντά στου συνανθρώπους τους.
Σημαντικό είναι επίσης να παρακολουθούν τους ασθενείς, να ακούν τις «προσωπικές ιστορίες» και να μάθουν από άλλα παραδείγματα ιατρών να επικεντρώνονται σε «αυτό που πηγαίνει καλά» και όχι μόνο σε «αυτό που πάει στραβά».
Ο Ιατρός χρειάζεται να δίνει στον ασθενή, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, λίγη αισιοδοξία!
Ας Καλλιεργήσουμε μια «Κουλτούρα Ενσυναίσθησης»
Αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε την ενσυναίσθηση θα πρέπει πρώτα από όλα να τονίσουμε τον σημαντικό ρόλο που παίζει η ομαδικότητα και η ομαδική εργασία αλλά και ο ηγέτης της ομάδας.
Για να το πετύχουμε αυτό, θα πρέπει να δούμε το νοσοκομείο ως ένα αρμονικό σύνολο, στο πλαίσιο του οποίου μπορεί να καλλιεργηθεί μια «κουλτούρα ενσυναίσθησης».
Είναι κάτι που αφορά το νοσοκομείο στο σύνολό του και περιλαμβάνει όχι μόνο τους ιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και τους διευθυντές, το διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, αλλά και όλους του φορείς του χώρου της υγείας.
Σε ένα νοσοκομείο, δεν είναι μόνο ο ασθενής που έχει την ανάγκη συμπόνιας και κατανόησης, την ίδια ανάγκη νιώθει και ένας Ιατρός, μια νοσοκόμα, ο οποιοσδήποτε εργαζόμενος στο χώρο.
Για τον λόγο αυτό, η ενσυναίσθηση δεν πρέπει να θεωρείται «προαιρετική».
Είναι μια ιδέα που χρειάζεται να καλλιεργηθεί συνολικά στο χώρο της υγείας και όχι μόνο στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό.
Αξίζει να θυμόμαστε ότι η ενσυναίσθηση έχει στο κέντρο της τον ασθενή, όπως και όλο το σύστημα ιατρικής περίθαλψης, αλλά δεν αφορά μόνο αυτόν.
Αφορά κάθε άτομο που εργάζεται στο χώρο της υγείας, κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται σε αυτόν, από την Κυβέρνηση μέχρι τους Ιατρούς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Πηγή: Journal of Compassionate Health Care