Μια νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ υποστηρίζει πως η στρατηγική διαλογής των ασθενών με Covid-19 πρέπει να λαμβάνει περισσότερο υπόψη τη μεταδοτικότητα των ασθενών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι δοκιμές RT-PCR είναι πολύ ευαίσθητες στην παρουσία του ιού και μπορεί να δηλώνουν μεγάλο αριθμό μη μεταδοτικών ατόμων ως θετικά κρούσματα.
Το τεστ RT-PCR δείχνει μόνο εάν οι ασθενείς είναι θετικοί ή αρνητικοί στον κορωνοϊό.
Ωστόσο, σύμφωνα τον επικεφαλής επιδημιολόγο Michael Mina, αυτή η διάκριση δεν είναι αρκετή.
Η ποσότητα του ιού είναι αυτή που πρέπει να υπαγορεύσει τα επόμενα βήματα του μολυσμένου ασθενούς.
Ο καθηγητής υποστηρίζει πως ο αριθμός κύκλων κατωφλίου που καθιστά δυνατό να γνωρίζουμε εάν ένας ασθενής έχει μολυνθεί ή όχι είναι πολύ υψηλός, καθιστώντας το τεστ RT-PCR πολύ ευαίσθητο στην παρουσία του ιού.
Ως αποτέλεσμα, αυτές οι δοκιμές δεν ανιχνεύουν μόνο ζωντανό ιό, αλλά και γενετικά θραύσματα ή υπολείμματα της μόλυνσης που δεν ενέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο.
Ο αριθμός των κύκλων κατωφλίου που ορίζεται από τη μέθοδο RT-PCR δεν καθορίζεται ποτέ σε ασθενείς με θετικό Covid, ούτε σε γιατρούς, οι οποίοι επομένως δεν έχουν ιδέα για το ακριβές επίπεδο της λοίμωξης.
Ωστόσο, σύμφωνα με δοκιμές που διεξήχθησαν σε τρεις αμερικανικές πολιτείες και αναφέρονται στη μελέτη, το 90% των ανθρώπων που βρέθηκαν θετικοί στον ιό, στην πράξη δεν τον είχαν.
Επομένως, αυτοί οι ασθενείς δεν παρουσιάζουν κίνδυνο όσον αφορά τη μεταδοτικότητα και η απομόνωσή τους θα ήταν απλώς περιττή.
Ο επιδημιολόγος επισημαίνει πως ενώ οι δοκιμές PCR φάνηκαν να είναι η καλύτερη επιλογή για να ελέγξουμε την εξέλιξη της Covid-19 στην αρχή της πανδημίας, τώρα χρειαζόμαστε δοκιμές που να είναι γρήγορες, φθηνές και αρκετά άφθονες, καθώς και να εντοπίζουν εκείνους που είναι οι πιο μεταδοτικοί.