Τα εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2 BNT162b2 (Pfizer) και mRNA-1273 (Moderna) έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα ως προς την πρόληψη της λοίμωξης COVID-19 στις κλινικές μελέτες.
Με βάση αυτά τα αποτελέσματα έλαβαν έγκριση για χορήγηση στον γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, ιδιαίτερη αξία έχουν και τα δεδομένα αποτελεσματικότητας σε πραγματικές συνθήκες.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα προσφάτως δημοσιευμένα στοιχεία από το Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ «Thompson MG, Burgess JL, Naleway AL, et al. MMWR Morb Mortal Wkly Rep. ePub: 29 March 2021. DOI: http://dx.doi.org/10.15585/mmwr.mm7013e3».
Τα δεδομένα από το CDC επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών καθώς και τα προκαταρκτικά στοιχεία υψηλής αποτελεσματικότητας των εμβολίων στο Ισραήλ.
Οι δύο δόσεις εμβολίου mRNA προστάτευσαν το 90% των εμβολιασθέντων από λοίμωξη COVID-19 δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μία δόση εμβολίου mRNA προστάτευσε το 80% των εμβολιασθέντων από λοίμωξη COVID-19 δύο εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό με την πρώτη δόση.
Ένα άλλο βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο οι εμβολιασμένοι μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί φορείς και να μεταφέρουν τον ιό.
Τα στοιχεία του CDC των ΗΠΑ υποδηλώνουν ότι τα εμβόλια είναι πολύ πιθανό να αποτρέπουν τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, καθώς τα περιστατικά COVID-19 μεταξύ των εμβολιασθέντων ήταν σπάνια.
Επιπλέον, έχει διατυπωθεί ο προβληματισμός σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων απέναντι στα νέα στελέχη του ιού.
Τα αποτελέσματα του CDC δεν επιβεβαιώνουν τους φόβους για μειωμένη αποτελεσματικότητα του εμβολίου, καθώς η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τις 14 Δεκεμβρίου 2020 έως τις 13 Μαρτίου 2021, οπότε και πολλά διαφορετικά στελέχη του SARS-CoV-2 ευθύνονταν για τις λοιμώξεις COVID-19 στις ΗΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 3.950 άτομα υψηλού κινδύνου για έκθεση στον SARS-CoV-2 όπως υγειονομικοί και εργαζόμενοι στην πρώτη γραμμή.
Κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είχε ατομικό αναμνηστικό παρελθούσας λοίμωξης COVID-19.
Κατά την ανάλυση των δεδομένων, το 62.8% των συμμετεχόντων είχαν λάβει και τις 2 δόσεις του εμβολίου mRNA, ενώ το 12.1% είχαν λάβει μόνο μία δόση.
Οι συμμετέχοντες συνέλεγαν μόνοι τους τα ρινικά επιχρίσματα κατόπιν οδηγιών κάθε εβδομάδα, τα οποία στη συνέχεια αποστέλλονταν σε κεντρικό εργαστήριο και αναλύονταν με την τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) που αποτελεί την πιο αξιόπιστη τεχνική.
Οι εβδομαδιαίοι έλεγχοι επέτρεψαν στους ερευνητές να ανιχνεύσουν τόσο τις συμπτωματικές όσο και τις ασυμπτωματικές λοιμώξεις.
Επιπλέον, καταγράφηκαν τα συμπτώματα που σχετίζονταν με COVID-19 όπως πυρετός, φρίκια, βήχας, δύσπνοια, πονόλαιμος, διάρροια, μυικά άλγη, απώλεια όσφρησης ή γεύσης.
Με αυτό τον τρόπο, 58% των λοιμώξεων ανιχνεύτηκαν πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων.
Μάλιστα, το 10.2% των ατόμων με θετική δοκιμασία PCR για τον SARS-CoV-2 δεν ανέπτυξαν ποτέ συμπτώματα.
Μεταξύ των εμβολιασθέντων παρατηρήθηκαν 0,04 περιστατικά λοιμώξεων ανά 1000 ανθρωπο-ημέρες, δηλαδή καταγράφηκαν 0,04 περιστατικά λοιμώξεων ανά 1000 εμβολιασθέντες με δύο δόσεις εμβολίου ανά ημέρα.
{module title=”Adsence article”}
Επιπλέον, καταγράφηκαν 0,19 περιστατικά λοιμώξεων ανά 1.000 εμβολιασθέντες με μία δόση εμβολίου ανά ημέρα. Αντίθετα, καταγράφηκαν 1,38 περιστατικά λοιμώξεων ανά 1.000 μη εμβολιασθέντες ανά ημέρα.
Συμπερασματικά, η μελέτη του CDC υποδηλώνει ότι το τρέχον εμβολιαστικό πρόγραμμα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό και τονίζεται για ακόμα μια φορά η ανάγκη του μαζικού πληθυσμιακού εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2.
{module title=”Υπογραφή”}