Η θεραπευτική διαχείριση της HIV λοίμωξης στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία καταδεικνύεται οικονομικά αποδοτική για το σύστημα υγείας – και με τη βούλα!
Σε επιστημονική εκδήλωση χτες, 1 Δεκεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα για το HIV/AIDS, που οργάνωσε το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας και ο Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή» με την υποστήριξη της Gilead Sciences, παρουσιάστηκαν δεδομένα από ειδική μελέτη αποτίμησης της οικονομικής αποδοτικότητας της θεραπευτικής διαχείρισης του HIV στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2019.
Σύμφωνα με τα δεδομένα, το μέσο κόστος αντιρετροϊκής θεραπείας σε ονομαστικές τιμές μειώνεται την περίοδο της μελέτης κατά – 6.7%, παρά την κυκλοφορία 10 νέων θεραπειών το ίδιο διάστημα.
Επιπλέον, λόγω της αποτελεσματικότητας της φαρμακευτικής διαχείρισης των ατόμων με HIV, εξοικονομούνται πόροι από άλλες μορφές φροντίδας, με το μέσο συνολικό κόστος διαχείρισης του HIV ανά άτομο να βαίνει μειούμενο κατά 25%, από 10.622€ το 2010 σε 8.003€ το 2019.
Επιπλέον, το κόστος ανά κερδισμένο έτος ζωής για το 2019 εκτιμάται αρνητικό, ήτοι η θεραπεία είναι και πιο αποτελεσματική και πιο φθηνή σε σχέση με εκείνη του 2010.
Το πιο χαρακτηριστικό, ίσως εύρημα, της μελέτης είναι ότι, ενώ η ζήτηση για φαρμακευτική θεραπεία για το HIV αυξάνεται αναλόγως του αριθμού των ατόμων που διαγιγνώσκονται με τη λοίμωξη, το συνολικό φαρμακευτικό κόστος του HIV ως ποσοστό (%) της συνολικής νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης μειώνεται.
Δηλαδή, η δαπάνη για τη φαρμακευτική διαχείριση της HIV λοίμωξης δεν συμβάλλει στην αύξηση της νοσοκομειακής δαπάνης, όπως αυτή καταγράφεται την τελευταία δεκαετία.
Μάλιστα, αν η δαπάνη για τη φαρμακευτική διαχείριση του HIV ιδωθεί σε σχέση με εκείνη ενός άλλου χρόνιου νοσήματος, για το οποίο υπάρχουν δημοσιευμένα δεδομένα για την αντίστοιχη περίοδο, όπως π.χ. ο Σακχαρώδης Διαβήτης, διαπιστώνεται ότι ο ρυθμός αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης υπολείπεται του ρυθμού αύξησης του αριθμού των ατόμων σε θεραπεία.
Με απλά λόγια, ο ρυθμός αύξησης των ατόμων με HIV σε θεραπεία είναι υψηλότερος από τον ρυθμό αύξησης της δαπάνης για τη θεραπεία τους, εύρημα που δεν επιβεβαιώνεται στις άλλες θεραπευτικές κατηγορίες.
Η μελέτη αυτή, όπως σημείωσε ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, καθηγητής κ. Γιάννης Κυριόπουλος «ποσοτικοποιεί όσα συζητάμε και επικαλούμαστε πολιτικά εδώ και αρκετά χρόνια. Και δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης».
Επιπλέον, υπογράμμισε: «Χρέος μας, επιστημονικό, είναι να θέσουμε τα δεδομένα στον δημόσιο διάλογο. Και αυτό κάνουμε σήμερα.
Χρέος όλων μας πολιτικό, με την αριστοτελική έννοια του όρου, είναι να σκεφτούμε πώς θα δράσουμε επ᾽ αυτών, με ταχύτητα και στόχευση, ώστε να συμφωνήσουμε σε συγκεκριμένο οδικό χάρτη για τα επόμενα βήματα, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα».
Ο Υφυπουργός Υγείας, κ. Βασίλης Κοντοζαμάνης, τόνισε πως το «σύστημα υγείας πρέπει να λαμβάνει μέριμνα για όλους τους συμπολίτες μας», προσθέτοντας πως «η χώρα μας διαχειρίζεται πρωτοποριακά τη διαχείριση της HIV λοίμωξης, μια χρόνιας πλέον νόσου και κυρίως διαθέτουμε τα εργαλεία – δεν πρέπει να εστιάσουμε μόνο στην οικονομική πλευρά του ζητήματος – για να επιλύσουμε επιμέρους ζητήματα και να πετύχουμε το στόχο του ΠΟΥ περί εξάλειψης της νόσου».
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων Βουλής, κ. Βασίλης Οικονόμου υπογράμμισε το χρέος διαφύλαξης της αποδοτικότητας αυτής και για το μέλλον, «φροντίζοντας για τη συνεχιζόμενη υγεία των ατόμων που ζουν με την HIV λοίμωξη αλλά και προασπίζοντας τη δημόσια υγεία».
Τόνισε δε ότι «η στιγμή είναι κατάλληλη για μια νέα συζήτηση επί του πρακτέου, με παρουσίαση συγκεκριμένων θεσμικών και επιχειρησιακών λύσεων, που θα μπορούν να τεθούν υπόψη των αρμοδίων, να συζητηθούν σε όλες τους τις διαστάσεις, ώστε άμεσα να προχωρήσουμε με μια οριστική λύση».
Ο τ. υπουργός Υγείας κ. Ανδρέας Ξανθός τόνισε την κρισιμότητα να «ληφθεί πρόνοια έτσι ώστε ακόμη και τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε να μην υπάρξει υποχώρηση στα standards ποιότητας και ασφάλειας στη φροντίδα των ασθενών».
Ο γραμματέας του Τομέα Υγείας του ΚΙΝΑΛ, κ. Κώστας Μπαργιώτας χαρακτήρισε τον κλειστό, σφαιρικό προϋπολογισμό για μια συγκεκριμένη νόσο «τόσο καλή ιδέα, τόσο προκλητική που με τρομάζει η εφαρμογή ενός τέτοιου πρωτοκόλλου σε ένα σύστημα που έχει συνηθίσει να λειτουργεί οριζόντια, να δαπανά χρήματα όχι ανάλογα με τη νόσο αλλά αντιμετωπίζοντας συνολικά πολλές καταστάσεις και κυρίως ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται αδιοίκητο λόγω πολλών στρωμάτων γραφειοκρατικής ανεπάρκειας».
Πρόσθετες διαστάσεις στην αναγκαιότητα ενός κλειστού δυναμικού προϋπολογισμού που θα διασφάλιζε τη συνεχιζόμενη βιωσιμότητας της θεραπευτικής διαχείρισης του HIV κατέθεσε στη συζήτηση και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης και Αντιμετώπισης του AIDS, κ. Μάριος Λαζανάς, ο οποίος, αφού τόνισε την ανάγκη να ενισχυθούν επιχειρησιακά οι Μονάδες Λοιμώξεων, με ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικά εργαλεία, ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Όλα τα παραπάνω έχουν ως ελάχιστη κοινή προϋπόθεση τη διαθεσιμότητα διαγνωστικών εξετάσεων και αντιρετροϊκής θεραπείας.
Είναι απαραίτητος ένας δυναμικός κλειστός προϋπολογισμός για να μπορέσουμε να εγγυηθούμε τη φροντίδα των ατόμων με HIV και τον αποτελεσματικό έλεγχο της λοίμωξης στην κοινότητα».
Οι πανδημίες αναδεικνύουν τις ανισότητες και οι ευπαθείς ομάδες θα βρεθούν αντιμέτωπες με δύσκολες συνθήκες σημείωσε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων κ. Παναγιώτης Γαργαλιάνος-Κακολύρης, τονίζοντας πως «θα υπάρξει αναβίωση της HIV λοίμωξης τα επόμενα χρόνια λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και των ανθρώπων που θα τεθούν στο περιθώριο, ως εκ τούτου οι Μονάδες Ειδικών Λοιμώξεων και το εθνικό σύστημα υγείας πρέπει να είναι πολύ καλά θωρακισμένο και έτοιμο».
Από την πλευρά του, ο κ. Νίκος Δέδες, Πρόεδρος του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας “Θετική Φωνή” υπογράμμισε την ανάγκη για την ολοκλήρωση της φροντίδας υπέρ των ατόμων με HIV με στόχο τη μακροχρόνια καλή υγεία: τη διασύνδεση με την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, την ολιστική διαχείριση των συννοσηροτήτων και των χρόνιων καταστάσεων υγείας, και την ενσωμάτωση και ψηφιοποίηση της παρακολούθησης δεικτών καλής υγείας στη μακροχρόνια φροντίδα των ατόμων.
Έτσι, τόνισε, «η θεραπευτική διαχείριση της HIV λοίμωξης και στην Ελλάδα θα μπορέσει να ακολουθήσει τις επιταγές της καλής πρακτικής σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Όλα τα παραπάνω, όμως, μπορούν να εξεταστούν, μόνο εφόσον διατηρηθεί η ελάχιστη, κοινά αποδεκτή, προϋπόθεση για τον συνεχιζόμενο και αποτελεσματικό έλεγχο της λοίμωξης, δηλαδή η ταχεία πρόσβαση σε φροντίδα με διαγνωστικές εξετάσεις και αντιρετροϊκή θεραπεία».