Στις 14 Ιουλίου 2020 δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Jama Internal Medicine” άρθρο σχετικά με τον ρόλο της γενικευμένης πραγματοποίησης τεστ ελέγχου για το νέο κορωνοϊό έναντι του δειγματοληπτικού ελέγχου σε 11 μονάδες μακροχρόνιας φροντίδας ασθενών στο Μέριλαντ των ΗΠΑ.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης.
Οι ένοικοι σε μονάδες φροντίδας βρίσκονται σε ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο νόσησης από το νέο κορωνοϊό και συνηθέστερα εμφανίζουν δυσμενέστερη εξέλιξη της νόσου.
Στα αρχικά στάδια της πανδημίας, οι οδηγίες από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ ήταν οι ένοικοι και οι εργαζόμενοι σε τέτοιες δομές να ελέγχονται μόνο επί ύπαρξης τυπικής συμπτωματολογίας.
Παρά τις συγκεκριμένες συστάσεις παρατηρήθηκε σε πολλές δομές φροντίδας των ΗΠΑ μεγάλη συρροή κρουσμάτων με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά θνητότητας.
Στη συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιήθηκαν καθολικά μοριακά τεστ ελέγχου του ιού σε 11 δομές φροντίδας.
Στις δομές αυτές είχαν προηγουμένως πραγματοποιηθεί έλεγχοι από τις τοπικές υγειονομικές αρχές σε όσους είχαν εμφανίσει συμπτώματα ή είχαν έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα.
Ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε σε ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα με τη μοριακή τεχνική PCR και παράλληλα γινόταν ενδελεχής καταγραφή των ενδεχόμενων συμπτωμάτων.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του ινστιτούτου Johns Hopkins.
Η αρχική δειγματοληπτική μελέτη σε ενοίκους με συμπτώματα αναγνώρισε 153 κρούσματα στις 11 δομές.
Από τους υπόλοιπους 893 ενοίκους οι οποίοι ελέγχθησαν στο στάδιο της γενικευμένης δειγματοληψίας, 354 (39.6%) βρέθηκαν θετικοί στον SARS-CoV-2.
Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν πως ο καθολικός έλεγχος αύξησε τον αριθμό των διαγνωσμένων κρουσμάτων από 153 σε 507.
Εξ αυτών, 281 (55.4%) ήταν πλήρως ασυμπτωματικοί.
Συμπερασματικά, σε αυτή τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 11 δομές μακροχρόνιας φροντίδας στην περιοχή του Μέριλαντ, 354 επιπλέον περιπτώσεις διαπιστώθηκαν όταν εφαρμόστηκε γενικευμένος έλεγχος όλων των ενοίκων και των εργαζομένων ανεξαρτήτως συμτπωματολογίας.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πλήρως ασυμπτωματικοί και προφανώς θα συνέχιζαν τη μετάδοση της νόσου αν δεν είχαν διαγνωστεί.
Οι δομές αυτές έχουν χαρακτηριστεί παγκοσμίως ως “hot spots” για τη μετάδοση του ιού και την συνεπακόλουθη αυξημένη θνητότητα.
Ο έλεγχος μόνο επί συμπτωμάτων αποδεικνύεται ανεπαρκής.
Είναι επιτακτική η ανεύρεση πόρων για την πραγματοποίηση περισσότερων ελέγχων σε τέτοιες δομές.