Διαχρονικά, η σχέση γιατρού – ασθενούς οικοδομείται πάνω σε ένα πατερναλιστικό μοντέλο. Σήμερα ωστόσο, ασθενείς με πανεπιστημιακή μόρφωση και εξειδίκευση, αρνούνται να αποτελέσουν απλά πιόνια στη σκακιέρα της υγείας τους.
Ποιο θα είναι λοιπόν το μέλλον της σχέσης θεραπευτή – θεραπευόμενου μετά από αυτές τις εξελίξεις;
Και ποιες οι αρχές που πρέπει να διέπουν την καλή εκατέρωθεν επικοινωνία;
Η σχέση ανάμεσα στον ασθενή και τον γιατρό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ιατρικής πρακτικής.
Συνιστά ένα μοναδικό αλλά και απρόβλεπτο σημείο συνάντησης, όπου η λεκτική επικοινωνία συναντά την αξιολόγηση της κλινικής εικόνας και της συμπτωματολογίας του ασθενούς.
Κάπου εκεί, ανθίζει μια μοναδική κινητήριος δύναμη, ικανή τόσο να καλλιεργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης, όσο και να δώσει την αφορμή για αντιπαράθεση, άγχος και αμφισβήτηση.
Από τον πατερναλισμό στη θεραπευτική συμμαχία
Ανά τους αιώνες, η ιεραρχία στη σχέση ασθενούς- ιατρού ήταν ξεκάθαρη:
Από τη μία ο θεράπων διέθετε την πλήρη γνώση γύρω από την πάθηση και τη φυσιολογία του ασθενούς και από την άλλη ο θεραπευόμενος υπάκουε πιστά στην εξουσία που ασκούσε ο ιατρός, καταλήγοντας συχνά παθητικός και αδρανής δέκτης.
Μοιραία, η επικοινωνία των δύο κατέληγε να είναι μονομερής, ενώ η παροχή πληροφόρησης έπαιρνε την κατιούσα οδό.
Σταδιακά, με την είσοδο στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, οι ασθενείς άνοιξαν δυναμικά τον διάλογο με τον γιατρό, αποζητώντας μια ουσιαστικότερη ενημέρωση πάνω στην ασθένειά τους και στις διαθέσιμες εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Χρόνιες παθήσεις και πρόσβαση στην πληροφορία
Από την εξέλιξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τη δημοκρατικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, έως την αύξηση των χρόνιων παθήσεων και της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου, τα αίτια αυτού του έντονου μετασχηματισμού ποικίλουν.
Ιδιαίτερα οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις αποκτούν μια εξειδίκευση και ένα σύνολο ικανοτήτων και γνώσεων που μπορούν δυνητικά να έρθουν και να συμπληρώσουν αυτές των γιατρών.
Σήμερα η εξέλιξη του διαδικτύου παρέχει πλέον στον ασθενή την ικανότητα να έχει πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφορία σχετική με την ασθένειά του.
Μετά το νόμο Kouchner (2002) και την επισημοποίηση των αντίστοιχων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, η αναγνώριση του ρόλου και των δικαιωμάτων του ασθενούς κατά την παροχή ιατρικής φροντίδας σε αυτόν, είναι γεγονός.
Πλέον, οι ασθενείς μπορούν να αποτελέσουν ενεργά μέλη σε μια θεραπευτική συμμαχία, ανάμεσα στους ίδιους και το ιατρικό προσωπικό.
Μια σχέση περίπλοκη όσο και εύθραυστη…
Η σχέση γιατρού – ασθενούς είναι μια σχέση που χαρακτηρίζεται από την εξάρτηση του πάσχοντα, αλλά και την τάση του για αμφισβήτηση απέναντι στον εξειδικευμένο λειτουργό υγείας που είναι υπεύθυνος να ορίσει τη θεραπεία.
Η πορεία λοιπόν αυτής της φυσιολογικά αμφίρροπης σχέσης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί προκαθορισμένη.
Ωστόσο, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η καλή κατανόηση της θεραπείας από τον ασθενή, αρκεί για να ενισχύσει τη συμμόρφωσή του και να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχούς θεραπείας.
…καθώς και υποκείμενη σε εξωτερικές επιρροές
Κοιτώντας τα πράγματα από μια ρεαλιστική σκοπιά, η οικονομική πίεση που υφίστανται οι επαγγελματίες υγείας στα νοσοκομεία, μπορεί να τους εμποδίζει να αφιερώσουν στους ασθενείς τους τον χρόνο που αυτοί θα ήθελαν.
Ωστόσο, είναι μεγίστης σημασίας για τον γιατρό να μην υποκύψει στην πίεση αυτή, και να αφιερώσει όσο χρόνο απαιτείται στην υποστήριξη και τη συμβουλευτική του ασθενούς, διατηρώντας έτσι την ηθική και επιστημονική στάση που αντιστοιχεί στον ρόλο και τα καθήκοντά του.
Και η αξία αυτής της στάσης δεν είναι μόνο ανθρωπιστική. Η καταπολέμηση της εξάντλησης που συχνά αντιμετωπίζει το ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων είναι εξίσου σημαντική.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι ο περιορισμένος χρόνος που διατίθεται για διάλογο μεταξύ γιατρού – ασθενούς, μπορεί να σταθεί αφορμή για διαγνωστικά σφάλματα, ελλιπή συμμόρφωση του ασθενούς με τη θεραπεία του, καθώς και κακή εποπτεία της πορείας της υγείας του πάσχοντα.
Η ανακοίνωση της ασθένειας, μία κρίσιμη στιγμή στη σχέση γιατρού – ασθενούς
Γιατί η ανακοίνωση μιας ασθένειας είναι μια δοκιμασία;
Η ανακοίνωση ενός δυσάρεστου νέου στην ιατρική, είναι μια δοκιμασία.
Για τον ασθενή, πρόκειται για ένα ισχυρό σοκ που αρκεί για να κλονίσει τη ζωή του, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το σώμα του, τις σχέσεις του με τον υπόλοιπο κόσμο, την ταυτότητά του και τους στόχους του για τη ζωή.
Η εμπειρία μιας δυσάρεστης διάγνωσης, μπορεί κατ’ ελάχιστο να τραυματίσει τον ασθενή σε βαθμό ανάλογο της σοβαρότητας της ασθένειάς του, του χαρακτήρα του, της ιστορίας του, των πεποιθήσεών του γύρω από τη συγκεκριμένη ασθένεια, καθώς και των συνθηκών στις οποίες γίνεται η ανακοίνωση της διάγνωσης.
Από την πλευρά του γιατρού, η ανακοίνωση μιας διάγνωσης της οποίας η φύση την καθιστά δύσκολη στο να διατυπωθεί (π.χ. μια σοβαρή ασθένεια, μια υποτροπή ή μια θεραπευτική αποτυχία), μπορεί να πυροδοτήσει έντονα αρνητικά συναισθήματα.
Ο γιατρός έρχεται αντιμέτωπος με την αγωνία αν έχει βλάψει τον ασθενή, καθώς και με τα προσωπικά του όρια και τις αμφιβολίες του σχετικά με το κατά πόσον επιτέλεσε σωστά τον ρόλο του.
Η ποιότητα της σχέσης γιατρού – ασθενούς αναδεικνύεται σε παράμετρο καθοριστικής σημασίας τη δύσκολη αυτή στιγμή της ανακοίνωσης μιας διάγνωσης.
Ο γιατρός οφείλει να προσαρμόσει τη στάση του σε εκείνη του ασθενούς, στις ανάγκες και τους ρυθμούς του, ανεξάρτητα από αυτό που θεωρεί εκείνος ότι είναι επωφελές για τον πάσχοντα.
Ποιες οι συστάσεις;
Η ανακοίνωση μιας διάγνωσης θα πρέπει να λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας ισχυρής ανθρώπινης σχέσης μεταξύ θεράποντος και ασθενούς.
Ο γιατρός που πρόκειται να ανακοινώσει στον ασθενή του ένα δυσάρεστο νέο, θα πρέπει προηγουμένως να τον έχει γνωρίσει καλά.
Συγκεκριμένα, προτού προβεί στην αποκάλυψη της πληροφορίας με ειλικρινή και μεστό τρόπο, ο γιατρός θα πρέπει να έχει αφουγκραστεί τις ανάγκες και τις προσδοκίες του ασθενούς.
Έχει σημασία για τον θεράποντα να μπορέσει να επικοινωνήσει στον ασθενή την πληροφορία, χωρίς να τον επιβαρύνει με παραπάνω ευθύνες, αλλά ούτε και να του στερήσει τη δυνατότητα να αναλάβει δράση, όπου εκείνος νιώθει ότι του το υπαγορεύουν οι ανάγκες του.
Ποια λάθη δεν πρέπει να διαπράξει ο γιατρός;
Τα ιατρικά «ατοπήματα» ποικίλουν: η υιοθέτηση μιας στάσης που δείχνει να μην σέβεται την ατομικότητα, τις ιδιαιτερότητες, τις ανάγκες και τις ενστάσεις του ασθενούς, η απόκρυψη της αλήθειας από τον ασθενή, αλλά και η αποκάλυψή της με ωμό τρόπο, το ψέμα, ο ακατάλληλος τρόπος ανακοίνωσης της διάγνωσης (π.χ. μέσω τηλεφώνου, σε ακατάλληλο χώρο, μπροστά σε πλήθος εκπαιδευόμενων φοιτητών κατά την επίσκεψη στο νοσοκομείο).
Επίσης, η πρόωρη ανακοίνωση, η αποκάλυψη λεπτομερειών που ο ασθενής δεν ζήτησε ποτέ να μάθει (π.χ. ο εναπομείνας χρόνος ζωής), η υπερβολικά καθυστερημένη ανακοίνωση που αρκεί για να εντείνει την αγωνία του ασθενούς, η επανειλημμένη επισήμανση της σημασίας ορισμένων παραμέτρων για τον ασθενή…
Από την πλευρά του θεράποντος, λάθος θα μπορούσε να αποτελέσει επίσης το να μην αναγνωρίσει πόσο δύσκολες μπορούν να αποβούν για τον ίδιο, αλλά και για το υπόλοιπο ιατρικό προσωπικό ορισμένες διαγνώσεις.
Στις δύσκολες αυτές περιπτώσεις, συστήνεται ο γιατρός να μοιράζεται τις λεπτομέρειες της διάγνωσης με έναν συνάδελφο, καθώς αυτό μπορεί να δράσει ανακουφιστικά για τον ίδιο.
Η στιγμή της ανακοίνωσης μιας σοβαρής ή/και χρόνιας ασθένειας (ή οποιουδήποτε ιατρικού γεγονότος ικανού να κλονίσει τον ασθενή), μπορεί να δώσει την αφορμή για σχηματισμό ενός δεσμού ζωτικής σημασίας ανάμεσα στο γιατρό και τον πάσχοντα.
Είναι σημαντικό ο γιατρός να σεβαστεί την ατομικότητα του ασθενούς και να μην τον αντιμετωπίσει απλά σαν ένα ακόμη περιστατικό ασθένειας.
Μέσω αυτής της υποστηρικτικής στάσης, ο ασθενής θα νιώσει εμπιστοσύνη και άνεση, ασχέτως του σταδίου και της προόδου της ασθένειάς του.
Γιατί ακόμη και όταν τίποτα δεν μπορεί να αναχαιτίσει την επιδείνωση της ασθένειας, πάντα κάτι μπορεί να γίνει για να στηρίξει τον ασθενή.
Συνεπώς, η σχέση γιατρού – ασθενούς, όπου οι δύο πλευρές συμβιώνουν καταλαμβάνοντας θέσεις άνισες μεταξύ τους, οφείλει να διέπεται από αμοιβαίο σεβασμό.
Καλύτερη παρατήρηση, καλύτερες σχέσεις
Στόχος θα πρέπει να αποτελεί η καλύτερη εκπαίδευση του ασθενούς ώστε αυτός να μπορέσει να διαχειριστεί καλύτερα την πορεία της πάθησής του, να είναι αυτόνομος και να έχει μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Βάσει των αρχών που οφείλουν διέπουν τη σύγχρονη επικοινωνία γιατρού – ασθενούς, ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δίδεται στη χρήση κατάλληλων εκπαιδευτικών εργαλείων και πρακτικών (π.χ. χρήση οπτικού υλικού), κάτι που ενδέχεται να βελτιώσει την επικοινωνία γιατρού – ασθενούς, να επιτρέψει στις δύο πλευρές να γνωριστούν καλύτερα, να σφυρηλατήσει ισχυρούς δεσμούς και να οικοδομήσει μια σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης.
Με την εφαρμογή της, η τακτική αυτή άνοιξε τον δρόμο για την εκπαίδευση και την ενημέρωση των ασθενών.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα : Εξειδικευμένοι γιατροί και ασθενείς, μια σχέση με διπλό όφελος
Ασθενείς – πηγές πληροφορίας, ασθενείς – εκπαιδευτές, ασθενείς – εκπρόσωποι οργανώσεων… Μια νέα κατηγορία ασθενών – ειδικών αναδύεται.
Πλέον, μιλάμε για έναν ασθενή – ειδικό, του οποίου η εξειδίκευση είναι απολύτως προφανής και βγαλμένη από την ίδια του ζωή.
Έτσι ο ασθενής καθίσταται ικανός να εκφέρει άποψη πάνω στην πάθησή του.
Εδώ και μερικά χρόνια, οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις έχουν καλή γνώση της βάσης της ασθένειάς τους, ενώ η εμπειρία τους πάνω στη διαχείριση αυτής, αρκεί για να βοηθήσει άλλους ασθενείς που αναζητούν ίαση.
Ορισμένοι ασθενείς δραστηριοποιούνται πλέον στο πλαίσιο εθελοντικών οργανώσεων, άλλοι αναλαμβάνουν να συμβάλλουν στην επιμόρφωση επαγγελματιών υγείας και ασθενών, ώστε οι τελευταίοι να μπορέσουν να συμμετάσχουν ενεργά στη θεραπεία τους.
Αυτή η κατά μία έννοια ανάδειξη του ασθενούς σε «γνώστη – επαγγελματία », αρκεί αφενός για να ελαφρύνει το φορτίο της ασθένειας και αφετέρου για να τον ενθαρρύνει να ασκήσει το δικαίωμά του να δράσει, αλλά και να ξεπεράσει τον εαυτό του.