Ολοι οι εμπλεκόμενοι φορείς με το ευαίσθητο αυτό κοινωνικό αγαθό, το φάρμακο, απαιτούν άμεσες, βιώσιμες λύσεις, που θα βασίζονται όχι σε οικονομικούς δείκτες αλλά στο νοσολογικό φορτίο της Ελλάδας.
Ο λογαριασμός δεν βγαίνει και η δυσαρέσκεια έχει χτυπήσει κόκκινο, ενώ όπως φαίνεται το τελευταίο διάστημα, και η κυβέρνηση έχει καταλάβει ότι τα μνημονιακά μέτρα που ελήφθησαν οδήγησαν στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Το θέμα είναι να παρθούν άμεσες πολιτικές αποφάσεις, που θα ανακόψουν τις αποσύρσεις από την αγορά παλαιών καταξιωμένων φαρμάκων -περίπου 300 έχουν αποσυρθεί από την αγορά την τελευταία διετία – τις παράλληλες εξαγωγές, την καθυστέρηση της εμφάνισης καινοτόμων φαρμάκων που, αν και είναι έτοιμα από καιρό να βγουν στην αγορά, τα φρενάρουν οι συνθήκες που επικρατούν στο ασαφές και κινούμενο ως άμμο δημόσιο σύστημα υγείας, στην κατανόηση ότι η αύξηση της δαπάνης προέρχεται σε μεγάλο ποσοστό από τον ανύπαρκτο έλεγχο στη συνταγογράφηση, στο τελείωμα των αποτρεπτικών επιβαρύνσεων κ.λπ.
Όλοι πλέον ζητούν το 2019 και έπειτα να επικρατήσει ένα νέο μοντέλο τιμολόγησης και αποζημίωσης, χωρίς “ελληνικές πρωτοτυπίες” που κοστίζουν σοβαρά – και το οποίο θα δίνει ανάσα και χώρο στην καινοτομία.
Σύμφωνα με στοιχεία, η δαπάνη στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ από το 2014 μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2018 αυξήθηκε στα 215 εκατ. Ως γνωστόν, τα φάρμακα που διακινούνται από τα συγκεκριμένα φαρμακεία είναι πανάκριβα και ως επί το πλείστον ογκολογικά. Στον αντίποδα βρίσκονται τα ιδιωτικά φαρμακεία, όπου η δαπάνη τη συγκεκριμένη περίοδο παρέμεινε σχεδόν σταθερή με οριακές αυξομειώσεις από έτος σε έτος.
Τα παρακάτω στοιχεία αφορούν τους κλειστούς προϋπολογισμούς.
Το πρώτο εξάμηνο του 2014 η δαπάνη στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ ήταν 312 εκατ. ευρώ και ανέβηκε στα 324 εκατ. ευρώ το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους.
Αντίστοιχα, το 2015 το πρώτο εξάμηνο ήταν 364 εκατ. ευρώ και η χρονιά έκλεισε στα 368 εκατ. ευρώ.
Το 2016 το πρώτο εξάμηνο η δαπάνη διαμορφώθηκε στα 392 εκατ. ευρώ, ενώ το δεύτερο εξάμηνο έσπασε το φράγμα των 400 εκατ. ευρώ και έκλεισε στα 415 εκατ. ευρώ.
Στη συνέχεια το 2017, το πρώτο εξάμηνο η δαπάνη ανήλθε στα 459 εκατ. ευρώ και αυξήθηκε στα 491 εκατ. ευρώ το δεύτερο εξάμηνο.
Για το 2018, το πρώτο εξάμηνο η δαπάνη στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ έκλεισε στα 527 εκατ. ευρώ, με τις πληροφορίες να λένε ότι η δαπάνη θα συνεχίσει την αύξησή της και το δεύτερο εξάμηνο του έτους κατά 30 εκατ. τουλάχιστον.
Από την άλλη, στα ιδιωτικά φαρμακεία, η δαπάνη το πρώτο εξάμηνο του 2014 ήταν 936 εκατ. ευρώ, ενώ το δεύτερο εξάμηνο μειώθηκε στα 890 εκατ. ευρώ.
Το 2015, από 947 εκατ. ευρώ η δαπάνη αυξήθηκε κατά 17 εκατ. ευρώ στα 964 εκατ. ευρώ το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους.
Ένα χρόνο μετά το πρώτο εξάμηνο η δαπάνη ανήλθε στα 962 εκατ. ευρώ και μειώθηκε στα 957 εκατ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2016.
Το 2017 το πρώτο εξάμηνο η δαπάνη ήταν 957 εκατ. ευρώ και το δεύτερο εξάμηνο αυξήθηκε κατά 9 εκατ. ευρώ στα 966 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά την τρέχουσα περίοδο, το πρώτο εξάμηνο σημειώθηκε άνοδος στη δαπάνη που έκλεισε στα 973 εκατ. ευρώ.
Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει, εξ ου και οι αντιδράσεις της φαρμακοβιομηχανίας – εγχώριας και πολυεθνικών – η οποία υποστηρίζει ότι προς αποφυγή δυσάρεστων πολυεπίπεδων εξελίξεων είναι επιτακτική η ανάγκη για αναπροσαρμογή του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης σε ρεαλιστικά επίπεδα.
Επίπεδα, που θα βασίζονται στις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού, ώστε να διασφαλίζεται η επαρκής χρηµατοδότηση και ως εκ τούτου η πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στα φάρµακα, ο εξορθολογισµός του δηµόσιου συστήµατος Υγείας, αλλά και η βιωσιµότητα του φαρµακευτικού κλάδου.
Πηγή: Iatronet.gr