Οι βασικές απειλές για την υγεία των Ελλήνων είναι το κάπνισμα, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η παιδική παχυσαρκία, σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), με βάση την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις χώρες του ΟΟΣΑ στο ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι καπνίζουν σε καθημερινή βάση (27% έναντι 18% στον ΟΟΣΑ).
Από το 2007, όμως, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί λόγω της μεγάλης κρίσης και ύφεσης που επακολούθησε (μείωση εισοδημάτων, αύξηση τιμών στα νομίμως διακινούμενα τσιγάρα λόγω φορολογίας), και, πιο πρόσφατα, λόγω της στροφής από την κατανάλωση παραδοσιακών τσιγάρων στα ηλεκτρονικά προϊόντα νικοτίνης.
Η Ελλάδα καταγράφει υψηλό ποσοστό θανάτων από την ατμοσφαιρική ρύπανση (77 θάνατοι ανά 100 χιλ. άτομα πληθυσμού έναντι 40 στον ΟΟΣΑ), κυρίως λόγω αυξημένης συγκέντρωσης ιδιαίτερα επιβαρυντικών για την υγεία μικροσωματιδίων, από τις εκπομπές ρύπων, με την υποκατάσταση των πηγών ενέργειας από πετρέλαιο, τα παράγωγά του και από λιγνίτη σε πηγές φυσικού αερίου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, να είναι σχετικά περιορισμένη.
Αν και στα ενήλικα άτομα η Ελλάδα εμφανίζει ποσοστό υπέρβαρων κοντά στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ, το αντίστοιχο ποσοστό στα παιδιά 5-9 ετών είναι ανησυχητικά υψηλό.
Σημειώνεται ακόμη ότι αν και το 100% του πληθυσμού έχει δωρεάν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, το δημόσιο σύστημα στην Ελλάδα καλύπτει μόνο το 61% των συνολικών δαπανών υγείας, έναντι 71% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Στην Ελλάδα, επίσης, η φαρμακευτική δαπάνη (εκτός νοσοκομείου) είναι υψηλότερη απ’ ότι στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ, με το 46% της δαπάνης να καλύπτεται από τους χρήστες, έναντι 16% στη Γερμανία και 13% στη Γαλλία.
Η Ελλάδα διαθέτει επίσης, 105 φαρμακοποιούς και 88 φαρμακεία, έναντι 83 φαρμακοποιών και 29 φαρμακείων στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ, ανά 100 χιλ. πληθυσμού.
Επίσης, 6,1 γιατρούς και 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 άτομα πληθυσμού, έναντι 3,5 και 8,8 αντιστοίχως στον ΟΟΣΑ.
Τέλος, η χώρα μας είναι η τρίτη πιο γερασμένη χώρα στον αναπτυγμένο κόσμο, με το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 και 80 ετών να διαμορφώνεται σε 21,7% και 6,8% αντιστοίχως.